Υπονατριαιμία, κενό τουρκικό εφίππιο και γενικοί ιατροί

Διονύσιος Ρόδης, Παθολόγος, Ευρωκλινική
Θεοχάρης Συνειφακούλης, Παθολόγος -SOSΙατρός
Γεώργιος Θεοχάρης, Παθολόγος- Ευρωκλινική - SOS Ιατρός

Υπονατριαιμία, κενό τουρκικό εφίππιο: Παρουσίαση περιστατικού

Γυναίκα ασθενής, 58 ετών, εισήχθη στην Παθολογική κλινική της ΕΥΡΩΚΛΙΝΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ στις 12/6/2008, λόγω επεισοδίου απώλειας συνείδησης με τυπικά χαρακτηριστικά επιληπτικής κρίσης (αιφνίδια απώλεια συνείδησης και πτώση επί του εδάφους, απώλεια ούρων-κοπράνων, εργώδη αναπνοή, μετακριτική ληθαργικότητα). Είχε προηγηθεί οξεία διαρροϊκή συνδρομή με εμέτους χωρίς πυρετό τις προηγούμενες ημέρες. Δεν ανέφερε λήψη φαρμάκων. Πρόκειται για ασθενή Ολλανδικής καταγωγής, που βρισκόταν στην Ελλάδα για διακοπές και που στο ιστορικό της ανέφερε δύο παρόμοια επεισόδια απώλειας συνείδησης (προ 6μήνου και προ 4ετίας), σύνδρομο χρόνιας κόπωσης (από ετών), γαστρορραγία (προ 2ετίας), εποχιακή αλλεργική ρινίτιδα-επιπεφυκίτιδα, υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις σε έδαφος στένωσης ουρήθρας (που είχαν αντιμετωπιστεί με διάταση της ουρήθρας προ έτους). Δεν ανέφερε λήψη φαρμάκων.

Όταν η ασθενής ενημερώθηκε από τους θεράποντες ότι ο εργαστηριακός έλεγχος εισαγωγής ανέδειξευπονατριαιμία, ανέφερε ότι το ίδιο εύρημα υπήρχε σε τουλάχιστον άλλους 4 βιοχημικούς ελέγχους την τελευταία διετία, και ότι γι’αυτό το λόγο η οικογενειακή ιατρός της είχε συστήσει να αυξήσει την κατανάλωση άλατος. Κατά την προσέλευση η ασθενής ήταν κλινήρης, με θ=36,7˚C, ΑΠ=80/60 mmHg, σφύξεις=94/min. Ήταν ληθαργική, με καλή απάντηση στα ερεθίσματα, καλό προσανατολισμό στο χώρο και στο χρόνο, με ελεύθερη αυχενική κάμψη, χωρίς εστιακά νευρολογικά σημεία, με φυσιολογική περιφερική κινητικότητα και αισθητικότητα.

Η υπόλοιπη κλινική εξέταση δεν ανέδειξε παθολογικά σημεία εκτός από σημεία ήπιας αφυδάτωσης. Από τον παρακλινικό έλεγχο εισαγωγής βρέθηκε: Ht: 33%, Hb: 11,1 gr/dl, MCV: 86,5 fL, WBC: 6.300/mm3 (ΠΟΛΥ: 48%. ΛΕΜΦΟ: 35%, ΗΩΣ: 9,5%, ΜΟΝ: 7,1%,ΒΑΣ: 0,3%), PLT: 276.000/mm3, TKE: 10 mm/1h, CRP:3,40 mg/L. Ο βασικός βιοχημικός έλεγχος δεν ανέδειξε άλλες παθολογικές τιμές εκτός από υπονατριαιμία και υποκαλιαιμία(Na+: 131 mmol/l), K+: 3,4 mmol/l) με υποοσμωτικότητα ορού ( mOsmc: 225,1 mmol/kgr). Ο έλεγχος κοπράνων δεν ανέδειξε φλεγμονώδη κύτταρα, στην καλ/γεια δεν απομονώθηκε παθογόνο. Η γενική ούρων δεν είχε παθολογικά ευρήματα, αλλά η αποβολή Na+ σε δείγμα ούρων ήταν υψηλή (136,2 mmol/L), παρά την υποNa+αιμία. Στα πλαίσια της νευρολογικής διερεύνησης έγινε MRI εγκεφάλου που ανέδειξε μόνο μικροισχαιμικές αλλοιώσεις και ηλεκτροεγκεφαλογράφημα με χαρτογράφηση που ανέδειξε εστίες με παθολογικά κύματα θ και δ που επικρατούν ΔΕ κροταφοβρεγματικά.

Έγινε οσφυονωτιαία παρακέντηση που ανέδειξε εγκεφαλονωτιαίο υγρό φυσιολογικής πίεσης και σύστασης, χωρίς παρουσία φλεγμονωδών ή νεοπλασματικών κυττάρων. Το Triplex αγγείων τραχήλου δεν είχε παθολογικά ευρήματα. Ο καρδιολογικός έλεγχος με Triplex καρδιάς έδειξε μέτρια στένωση αορτικής βαλβίδας, ενώ η Holter μελέτη ρυθμού δεν ανέδειξε παθολογία. Η ασθενής υποστηρίχθηκε με ενδοφλέβια χορήγηση υγρών και ηλεκτρολυτών και αντιεπιληπτική προφυλακτική αγωγή. Εμφάνισε κλινική βελτίωση αρχικά με αποδρομή του λήθαργου, υποχώρηση των διαρροιών, διόρθωση της υπότασης. Παρά την ενδοφλέβια χορήγηση ηλεκτρολυτών η ήπια υπονατριαιμία συνέχισε να επιμένει στις μετρήσεις των επομένων ημερών, και την τέταρτη ημέρα νοσηλείας επιδεινώθηκε σημαντικά (Na+ ορού=113 mmol/l).

H ασθενής εμφάνισε ήπια σύγχυση, που συνοδεύτηκε τις επόμενες ημέρες με χαμηλή πυρετική κίνηση, παρά την αποδρομή των διαρροιών και την πτώση των δεικτών φλεγμονής. Με βάση τα παραπάνω τέθηκε η υποψία ότι για την υπονατριαιμία δεν ευθύνεται μόνο η οξεία διαρροϊκή συνδρομή, αλλά υπάρχει άλλη πρωτοπαθής αιτία. Η διαφοροδιάγνωση περιέλαβε τo σύνδρομο απρόσφορης έκκρισης αντιδιουριτικής ορμόνης (SIADH) και τηνπρωτοπαθή ή την δευτεροπαθή επινεφριδιακή ανεπάρκεια. Έγινε CT θώρακος (προς αποκλεισμό πνευμονικής νόσου που θα μπορούσε να είναι υποκείμενη διαταραχή για το SIADH), που δεν ανέδειξε άλλη παθολογία παρά μικρή διάταση της ανιούσης αορτής. Τελικά η μέτρηση κορτιζόλης ορού κατά την πρωινή αφύπνιση έδειξε υποκορτιζολαιμία (4,7 μg/dl), με χαμηλή τιμή ACTH ορού (20 pg/ml) για τα επίπεδα κορτιζόλης, δηλαδή προφίλ συμβατό με δευτεροπαθή φλοιοεπινεφριδιακή ανεπάρκεια λόγω υποφυσιακής ανεπάρκειας.

Προς ενίσχυση της διάγνωσης έγινε CT άνω κοιλίας που δεν ανέδειξε παθολογία από τα επινεφρίδια ή άλλα όργανα. Έγινε MRI υπόφυσης-τουρκικού εφιππίου που ανέδειξε εικόνα κενού τουρκικού εφιππίου (εικόνα που δεν είχε φανεί στην MRI εγκεφάλου που είχε προηγηθεί). Ακολούθησαν οι εξής δυναμικές δοκιμασίες της υποφυσιακής λειτουργίας: μέτρηση κορτιζόλης προ και μετά από διέγερση με Synacten, μέτρηση προλακτίνης και TSH προ και μετά από διέγερση με TRH, μέτρηση FSH και LH προ και μετά από διέγερση με LH-RH. Τα αποτελέσματα των δοκιμασιών έθεσαν την διάγνωση της μερικής υποφυσιακής ανεπάρκειας (ανεπάρκεια στην έκκριση φλοιεπινεφριδιοτρόπων και γοναδοτρόπων ορμονών). Η ασθενής τέθηκε σε αγωγή υποκατάστασης με p.os χορήγηση fludrocortisone acetate. Εξήλθε ασυμπτωματική, με φυσιολογικές τιμές ηλεκτρολυτών. Εδόθησαν οδηγίες για αγωγή με αλατοκορτικοειδή, προφυλακτική αντεπιληπτική αγωγή και τακτική παρακολούθηση σε ενδοκρινολογικό ιατρείο. Διεκομίσθη πίσω στην Ολλανδία.

Σε τηλεφωνική επικοινωνία ένα χρόνο μετά η ασθενής ανέφερε ότι οι θεράποντες ιατροί στην πατρίδα της επιβεβαίωσαν την χαμηλή τιμή της ACTH. Επίσης έγινε μέτρηση αυξητικής ορμόνης προ και μετά διέγερσης και βρέθηκε ανεπάρκεια και στην έκκριση της αυξητικής ορμόνης οπότε συνεστήθη χορήγηση καθημερινά της ορμόνης. Λαμβάνει αγωγή με υδροκορτιζόνη 20 mg/ημέρα. Λίγους μήνες μετά την διάγνωση έγινε νέο ηλεκτροεγκεφαλογράφημα με στέρηση ύπνου το οποίο ανέδειξε φυσιολογική δραστηριότητα, οπότε διακόπηκε η αντιεπιληπτική αγωγή. Η ασθενής ανέφερε πολύ μεγάλη κλινική βελτίωση. Παρακολουθείται έκτοτε σε τακτικό ενδοκρινολογικό ιατρείο. Η υπονατριαιμία είναι η συχνότερη ηλεκτρολυτική διαταραχή που παρατηρείται τόσο στους νοσοκομειακούς ασθενείς (1% έως 15%) όσο και στους εξωνοσοκομειακούς ασθενείς και συχνά οφείλεται στην λήψη διουρητικών, σε εμέτους και διάρροιες.

Σε κάθε άλλη περίπτωση αποτελεί σύνθετο διαγνωστικό πρόβλημα. Το Νa+ επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την τονικότητα του ορού. Έτσι η υποωσμοτική υπονατριαιμία προκαλεί την ωσμωτική μετακίνηση καθαρού ύδατος από τον εξωκυττάριο στον ενδοκυττάριο χώρο που οδηγεί σε κυτταρικό οίδημα. Η μεγαλύτερη σημασία αυτών των διεργασιών είναι στο κεντρικό νευρικό σύστημα όπου προκαλείται εγκεφαλικό οίδημα ποικίλης βαρύτητας. Έτσι προκαλείται νευρολογική συμπτωματολογία που ξεκινάει από ζάλη, λήθαργο, σύγχυση και μπορεί να φτάσει έως τους σπασμούς, το κώμα, μέχρι και τον θάνατο.

Η εμφάνιση και η βαρύτητα της συμπτωματολογίας έχει να κάνει με:

  1. Το επίπεδο της υπονατριαιμίας (οι περισσότεροι ασθενείς με Νa+>125 mEq/L είναι ασυμπτωματικοί)
  2. Τον ρυθμό ανάπτυξης της υπονατριαιμίας (η χρόνια υπονατριαιμία μπορεί να γίνται καλά ανεκτή ακόμα και με χαμηλές τιμές Νa+, ενώ η οξεία υπονατριαιμία μπορεί να προκαλέσι συμπτώματα ακόμα και με μικρές μειώσεις της τιμής του Νa+)
  3. Την γενική κατάσταση του ασθενούς (πιο εύκολα αναπτύσουν συμπτώματα οι ηλικιωμένοι, τα παιδιά, οι προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, οι ασθενείς με νευρολογικές ή νευροχειρουργικές παθήσεις)

Στην διαγνωστική προσέγγιση της υπονατριαιμίας ιδιαίτερη σημασία έχει:

  1. Το ιστορικό (προϋπάρχουσα πάθηση όπως καρδιακή ανεπάρκεια, κίρρωση ήπατος, νεφροπάθεια ή λήψηφαρμάκων όπως τα διουρητικά)
  2. Η κλινική εξέταση και η εκτίμηση του επιπέδου ενυδάτωσης του ασθενούς (υπογκαιμικός, ισογκαιμικός ή υπερογκαιμικός)
  3. Η εργαστηριακή μέτρηση της ωσμωτικότητας ορού (διάκριση σε υπο-, ισο- ή υπερ- ωσμωτική υπονατρι- αιμία) και της συγκέντρωσης Νa+ ούρων σε δείγμα ούρων (διάκριση νεφρικής και εξωνεφρικής απώλειας Νa+).

Στον παρακάτω πίνακα βλέπουμε την διαγνωστική προσέγγιση και αξιολόγηση της υπονατριαιμίας: Η θεραπεία της υπονατριαιμίας εξαρτάται από την αιτία, καθώς και από την κατάσταση του ασθενούς (συμπτωματολογία, νευρολογική κατάσταση, επίπεδο ενυδάτωσης) και μπορεί να είναι στέρηση ύδατος, χορήγηση ισότονων ή υπέρτονων διαλυμάτων Νa+, διούρηση με φουροσεμίδη, τροποποίηση φαρμακευτικής αγωγής, αλατοκορτικοειδή σε ανεπάρκειά τους καθώς και οι τελευταίες θεραπείες με εκλεκτικούς ανταγωνιστές των V2 υποδοχέων βασοπρεσσίνης.

Ο ρυθμός της διόρθωσης επιλέγεται με βάση την βαρύτητα της κλινικής κατάστασης (αργός ρυθμός στις ασυμπτωματικές ή ελαφρές περιπτώσεις, πιο γρήγορος ρυθμός σε περιπτώσεις με σπασμούς ή κώμα). Ο μέγιστος ρυθμός διόρθωσης δεν πρέπει να ξεπερνάει τα 10-12 mEq/L ανά ημέρα, λόγω της αύξησης της πιθανότητας μιας πολύ σοβαρής νευρολογικής επιπλοκής της ταχείας διόρθωσης, της κεντρικής μυελινόλυσης του στελέχους. Στην περίπτωση μας είχαμε μία ασθενή ελαφρά υπογκαιμική, με χρόνια υποωσμοτική υπονατριαιμία, με υψηλή αποβολή Νa+ με τα ούρα. Η υπονατριαιμία δεν διορθώθηκε παρά την χορήγηση ισότονων διαλυμάτων Νa+, αλλά επιδεινώθηκε. Στις περιπτώσεις σαν αυτές η επινεφριδιακή ανεπάρκεια (όπως και το σύνδρομο απρόσφορης έκκρισης αντιδιουριτικής ορμόνης) είναι μία συχνή αλλά παραγνωρισμένη αιτία, που αν όμως βρεθεί τότε ο ασθενής έχει να κερδίσει πολύ μεγάλη βελτίωση από την θεραπεία υποκατάστασης με αλατοκορτικοειδή.

Ο θεράπων ιατρός της ασθενούς στην Ολλανδία παρά την σταθερή ανεύρεση υπονατριαιμίας στις εξετάσεις της ασθενούς τα τελευταία τέσσερα χρόνια και την μόνιμη κόπωσή της, χωρίς την λήψη διουρητικών, δεν εμβάθυνε στα αίτια της υπονατριαιμίας. Η ασθενής για τέσσερα χρόνια ήταν «λειτουργικά ανάπηρη». Αποτελεί συχνό αδιέξοδο της εξωνοσοκομειακής και της γενικής ιατρικής η μη αναζήτηση σύνθετων διαγνώσεων. Ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ολλανδία όπου η παραπομπή σε ειδικό γιατρό περνάει μέσα από τον γενικό ιατρό και όσο κι αν φαίνεται περίεργο σε αυτήν την χώρα απαγορεύεται η ιδιωτική εξάσκηση της ιατρικής.

Βιβλιογραφία

  1. Adrogue HJ, Madias NE Hyponatremia, N Engl J Med 2000; 342:1581.
  2. Ellison DH Berl J. The syndrome of inappropriate antidiuresis N Engl J Med 2007; 356:2064.