Σύντομη παρουσίαση περιστατικού πνευμονικό απόλυμα

Γυναίκα ηλικίας 26 ετών, προσέρχεται στο ιατρείο λόγω κακουχίας, πυρετού, βήχα και πυώδους απόχρεμψης. Από το ιστορικό αναφέρεται επεισόδιο λοίμωξης του αναπνευστικού προ μηνός, το οποίο βελτιώθηκε μετά από λήψη αντιβίωσης, χωρίς εργαστηριακό έλεγχο. Από την κλινική εξέταση και τον εργαστηριακό έλεγχο τίθεται η διάγνωση «Πνευμονία Δεξιού Κάτω Λοβού».

Η ασθενής τίθεται εκ νέου σε αγωγή για πνευμονία της κοινότητας και παρουσιάζει βελτίωση των κλινικών και εργαστηριακών σημείων. Η θεραπεία διακόπτεται μετά 15 ημέρες, με την ασθενή σε άριστη κλινική κατάσταση. 20 ημέρες αργότερα η ασθενής επανέρχεται με αίσθημα κακουχίας και πυρετική κίνηση (έως 37,5° C). Στην α/α θώρακα επανελέγχεται αμετάβλητη η σκίαση στη δεξιά βάση.

Με την διάγνωση «Βραδέως Λυομένης Πνευμονίας» παραπέμπεται σε Ιδιωτικό Νοσοκομείο, όπου διενεργείται εκτεταμένος εργαστηριακός έλεγχος, συμπεριλαμβανομένης της βρογχοσκόπησης, ο οποίος δεν αναδεικνύει κάποια ιδιαίτερη παθολογία ή ασυνήθη παθογόνα και η ασθενής εξέρχεται με οδηγίες για αντιβιωτική αγωγή και επανέλεγχο.

Μετά από παροδική βελτίωση, η ασθενής επανέρχεται στο ιατρείο 1,5 μήνα αργότερα παρουσιάζοντας εκ νέου συμπτωματολογία λοίμωξης του αναπνευστικού και ακτινολογική εικόνα πνευμονίας. Η ασθενής παραπέμφθηκε στο ιδιωτικό νοσοκομείο, υποβλήθηκε ως εξωτερικός ασθενής σε MRI αγγειογραφία και η διάγνωση τέθηκε αμέσως: «Πνευμονικό Απόλυμα».

Η ασθενής χειρουργήθηκε και σήμερα είναι καλά, χωρίς άλλα συμπτώματα πέραν των αναμενόμενων μετά την θωρακοτομή.

ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΟ ΑΠΟΛΥΜΑ (Pulmonary Sequestration)

Συνώνυμα για Internet search: lung sequestration, bronchopulmonary sequestration.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ.

Το πνευμονικό απόλυμα είναι μια εμβρυονική μάζα πνευμονικού ιστού, η οποία δεν έχει επικοινωνία με το τραχειοβρογχικό δέντρο και τροφοδοτείται από 1 ή περισσότερες ανώμαλες συστηματικές αρτηρίες, οι οποίες συνήθως εκφύονται απευθείας από την αορτή. Το φλεβικό αίμα παροχετεύεται είτε μέσω των πνευμονικών φλεβών, είτε μέσω της συστηματικής φλεβικής κυκλοφορίας. Η συγγενής αυτή ανωμαλία μπορεί να είναι ενδολοβιακή ή εξωλοβιακή (αλλοιώς ενδοπνευμονική ή εξωπνευμονική). Μπορεί να συνυπάρχουν άλλες συγγενείς ανωμαλίες. Σημειώνεται ότι η εξωπνευμονική μορφή μπορεί να καλύπτεται από ιδιαίτερο πέταλο του υπεζωκότα, ενώ η ενδοπνευμονική περιβάλεται από φυσιολογικό πνευμονικό ιστό. Η πιο συνηθισμένη θέση του απολύματος είναι τα οπίσθια βασικά τμήματα και των δύο πνευμόνων. Η εξωπνευμονική μορφή εμφανίζεται συνήθως αριστερά και μπορεί να βρεθεί και κάτωθεν του διαφράγματος. Το μέγεθος της ανωμαλίας κυμαίνεται από 0,5 έως 10 εκατοστά. Η ενδοπνευμονική μορφή μπορεί να περιέχει αέρα, επικοινωνόντας διά των πόρων του Kohn με το περιβάλλον παρέγχυμα. Η ίδια οδός χρησιμεύει και για την μετάδοση της λοίμωξης, ενώ είναι ανεπαρκής για την παροχέτευση των εκκρίσεων, συμβάλλοντας έτσι στην δυσκολία εκκρίζωσης της λοίμωξης.

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ.

Πρόκειται για σπάνια πάθηση με συχνότητα 6% των πνευμονικών δυσπλασιών και 1,5% περίπου των εκτομών πνευμονικού παρεγχύματος. Οι άντρες προσβάλλονται συχνότερα από τις γυναίκες. Η διάγνωση στο 50% των περιπτώσεων του ενδοπνευμονικού τύπου τίθεται στην ενήλικη ζωή, σε αντίθεση με τον εξωπνευμονικό, ο οποίος διαγιγνώσκεται συνήθως στην βρεφική και παιδική ηλικία, συνήθως λόγω συνύπαρξης και άλλων συγγενών ανωμαλιών.

ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ.

Το χαρακτηριστικό του ενδοπνευμονικού τύπου είναι οι επαναλαμβανόμενες λοιμωξεις του κατώτερου αναπνευστικού, συνήθως στο ίδιο σημείο. Επίσης μπορεί να αναφέρεται χρόνιος ή περιοδικός βήχας. Ακόμη σπάνια αλλά πιθανώς θανατηφόρα επιπλοκή είναι η αιμόπτυση. Τέλος παγίδευση του αέρα εντός της σχηματιζόμενης κύστης μπορεί να προκαλέσει πίεση και ατελεκτασία του παρεγχύματος. Ο εξωπνευμονικός τύπος αν και μπορεί να εμφανιστεί στην βρεφική ηλικία με δύσπνοια και χρόνιο βήχα, συνήθως αποτελεί τυχαίο εύρημα κατά τον έλεγχο ή αντιμετώπιση άλλων συγγενών ανωμαλιών. Σημειώνεται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις λόγω επικοινωνίας με τον γαστρεντερικό σωλήνα, μπορεί να υπάρχουν συμπτώματα από τον τελευταίο. Από την αντικειμενική εξέταση δεν αναδεικνύονται χαρακτηριστικά σημεία.

ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ.

Η Δ.Δ. θα πρέπει να γίνει αρχικά με Πνευμονική Ατελεκτασία, Βρογχεκτασία και Πνευμονία (άτυπη, νεογνική ή τυπική). Σε σπανιότερες περιπτώσεις οι όγκοι του πνεύμονα, το πνευμονικό απόστημα, η αρτηριοφλεβώδης επικοινωνία, φυματίωση, η βρογχογενής κύστη ή το εμπύημα κ.α σπάνιες παθήσεις θα πρέπει να αποκλειστούν.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ.

Ακτινογραφία

Χαρακτηριστικό εύρημα είναι μάζα σε οπίσθιο βασικό τμήμα, σε νέο άτομο, με επαναλαμβανόμενες εντοπισμένες λοιμώξεις, οι οποίες δεν υποχωρούν πλήρως με την κατάλληλη αγωγή. Κάποιες φορές το απόλυμα μπορεί να εμφανίζεται ως μία ή πολλαπλές κύστεις με παρουσία επιπέδων και παραπνευμονικής συλλογής.

Υπολογιστική (αξονική) τομογραφία

Η ακρίβεια της CT φθάνει το 90% στην διάγνωση της πάθησης. Στα 2/3 των ασθενών αποκαλύπτει την χαρακτηριστική αγγείωση της βλάβης από την αορτή. Τα ποσοστά αυτά αυξάνονται με την χρήση Spiral CT. Η εξωπνευμονική μορφή αναγνωρίζεται συνήθως στην περιοχή μετξύ του κάτω λοβού και του διαφράγματος, συνήθως αριστερά. Συχνά βρίσκεται πολύ κοντά στον οισοφάγο. Η ενδοπνευμονική μορφή παρουσιάζεται ως συμπαγής μάζα, σκίαση με πυκνότητα υγρού ή τέλος ως κύστη, η οποία προκαλεί ατελεκτασία των γειτονικών ιστών. Λόγω της αγγείωσης από την συστηματική κυκλοφορία, συνήθως η βλάβη παρουσιάζει αυξημένη πρόσληψη. Τέλος αλλοιώσεις φλεγμονής μπορεί να υπάρχουν.

MRI και MRA.

Παρέχει πληροφορίες παρόμοιες με της CT. Μπορεί να αναδείξει την παθολογική τροφοδοσία της βλάβης από την συστηματική κυκλοφορία, όπως και την φλεβική παροχέτευση, υποκαθιστώντας περισσότερο επεμβατικές μεθόδους.

Υπερηχογραφικές μέθοδοι

Το υπερηχογράφημα είναι ιδανική μέθοδος για την βρεφική ηλικία, λόγω της ασφάλειας της μεθόδου. Επίσης το Doppler υπερηχογράφημα μπορεί να αναδείξει την έκτοπη αγγείωση της βλάβης. Η εικόνα στο υπερηχογράφημα είναι αυτή της συμπαγούς ομογενούς ή μη μάζας ή εικόνα κύστεως.

Πυρηνική ιατρική

Η ραδιοϊσοτοπική αγγειογραφία και το SPECT είναι δύο αναίμακτες μέθοδοι που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, αν και έως τώρα βρίσκουν πολύ μικρή εφαρμογή κυρίως σε ερευνητικό επίπεδο.

Αγγειγραφία

Η αγγειογραφία είναι η εξέταση εκλογής για την διάγνωση του πνευμονικού απολυματος. Η αρτηριακή τροφοδοσία γίνεται από ένα δυσανάλογα μεγάλο αγγείο (έως και 2 εκ. σε διάμετρο), το οποίο συνήθως προέρχεται από την αορτή, αλλά μπορεί να εκφύεται και από την υποκλείδιο, την πνευμονική, την έσω μαστική, την σπληνική, την νεφρική κ.α. αρτηρίες, ακόμη και τις στεφανιαίες. Η φλεβική παροχέτευση γίνεται μέσω των πνευμονικών φλεβών στην ενδοπνευμονική μορφή, και μέσω των βρογχικών ή άλλων συστηματικών φλεβών στην εξωπνευμονική μορφή.

Θεραπεία

Εκτός των περιπτώσεων οξείας λοίμωξης, καμία φαρμακευτική θεραπεία δεν είναι αναγκαία. Η χειρουργική επέμβαση συστήνεται ακόμη και σε ασυμπτωματικό απόλυμα, λόγω του κινδύνου συχνών λοιμώξεων, την ανάγκη μεγαλύτερης εκτομής σε χρόνια φλεγμονή και την πιθανότητα αιμορραγίας.
Το συμπτωματικό απόλυμα πρέπει να χειρουργείται. Συχνά είναι αναγκαία λοβεκτομή, λόγω ασαφών ορίων της βλάβης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Van Faemdock D., De Boeck K., Derlieger H et al pulmonary sequestration: a comparison between pediatric and adult patients. Eur. J. Cardiothoracic Sury 2001; 19:388.
  2. Halkic N., Cuenoud PF, Gorthesy ME et al. pulmonary pequestration a review of 26 cuses. Eur. J Cardiogracic Sury 1998; 14:127
  3. Choundry R, Salvatore M, Hurie J, Grewal H. Preoperative magnetic resonance imaging for intralobar pulmonary sequestration. J. Pediatr Surg 2006; 41:872.
  4. Tokel , Bogat F., Varan B. Coil embalisitism of pulmonary sequestration in two infants: a safe alternative to surgery, AJR Am J Roentgenol 2002; 175:993.