ΤΟ ΔΕΡΜΑ

ΤΟ ΔΕΡΜΑ

Σας μίλησα στο προηγούμενο τεύχος της Αφηγηματικής Ιατρικής για το μυθιστόρημα/ντοκιμαντέρ/δοκίμιο Το Δέρμα του Σέρχιο δελ Μολίνο. Θυμίζω: «Το σύστημά του είναι στιβαρά συγκροτημένο, δίχως να φαίνονται οι αρμοί. Ο καλώς συγκερασμένος μεταμοντερνισμός της γραφής του Σέρχιο δελ Μολίνο δεν έχει να κάνει με εντυπωσιακά μορφολογικά επινοήματα (που συνήθως ήταν άσφαιρα και άσχετα με την ουσία και την κοινωνική ζωή του ανθρώπου) αλλά με το τσίγκλισμα νου και ψυχής, με το άνοιγμα οφθαλών και ώτων, με την αλλαγή αντιμετώπισης του πάσχοντος — κι αυτό χωρίς ποτέ να γίνεται, ο συγγραφέας μας, διδακτικός, χωρίς να κουνάει ούτε στιγμή το δάχτυλο, χωρίς να αφήνεται στον παραμικρό μελοδραματισμό». Και: «Από τα δεκατέσσερα ημιαυτόνομα κεφάλαια του βιβλίου παρελαύνουν ιστορικές προσωπικότητες, δημιουργοί, γκάνγκστερ, ιατροί, ερευνητές, και ο απαράμιλλος Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ο πεταλουδοκυνηγός. Συναντάμε τον Ιωσήφ Στάλιν και τον Πάμπλο Εσκομπάρ, τον Τζον Απντάικ και τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, τον Ρόαλ Νταλ και τον Μάρτιν Σκορτσέζε, τον Φέλιξ φον Λούσαν και τον Ρενάτο Μπιασούτι — αλλά, κυρίως, γνωρίζουμε έναν συγγραφέα, έναν δημιουργό, ο οποίος, λες και παίζει στα δάχτυλα τις τεχνικές και τα ευρήματα της Αφηγηματικής Ιατρικής, μας μαθαίνει πώς να μιλάμε και πώς να ακούμε καλύτερα, πιο ανθρώπινα».
Διάβασα και ξαναδιάβασα το ένατο κεφάλαιο που φέρει τον τίτλο «Συζητήσεις μ᾽ έναν Πέτρινο Βασιλια» και απλώνεται, με θαυμαστή πυκνότητα και ένταση, στις σελίδες 183-219. Φρονώ ότι οι εν λόγω σελίδες αποτελούν υλικό για ένα κατεπείγον σεμινάριο Αφηγηματικής Ιατρικής καθώς εμπεριέχουν ανθρώπινους, πολύ ανθρώπινους, συλλογισμούς για την διαλεκτική νόσου/ιάσεως, καθώς και για τις σχέσεις νοσούντων/υγιών. Φρονώ επίσης ότι πολλοί από εμάς έχουμε βρεθεί στη θέση του δελ Μολίνο, ήτοι να πάσχουμε από κάτι και να δοκιμάζουμε ενίοτε αντιθετικές τεχνικές ιάσεως, ενώ συνάμα, ευρισκόμενοι ανάμεσα σε άλλους πάσχοντες, να υιοθετούμε την στάση του υγιούς και να προσφέρουμε στους άλλους πάσχοντες κάποιου είδους ευεγερσίες που θεωρούνται ευρέως επιλήψιμες και απαγορευμένες.
Ο δελ Μολίνο για να αντιμετωπίσει την ασθένειά του, την ψωρίαση, δοκιμάζει κυκλοσπορίνη — αφού, όπως γράφει, είχε μπουχτίσει από κρέμες, αλοιφές, έμπλαστρα, συνεδρίες υπεριώδους ακτινοβολίας, και λασπόλουτρα. Εν συνεχεία, του χορηγείται μεθοτρεξάτη — κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1940 με αποκλειστικό στόχο να εμποδίσει την παραγωγή φυλλικού οξέως. Η θεραπεία γίνεται σε νοσοκομείο, και εκεί ο συγγραφέας μας, εμπλουτισμένος από τις σκέψεις της Σούζαν Σόνταγκ [Susan Sontag, 1933-2004] όπως καταγράφονται στο εμβληματικό της έργο Η νόσος ως μεταφορά (μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, εκδόσεις ύψιλον/βιβλία) προχωρεί στους δικούς τους στοχασμούς περί νόσου και ιάσεως, περί πασχόντων και υγιών.
«Η αρρώστια είναι μια μπάσταρδη ταυτότητα», μας λέει, «μια νερουλή κατάσταση κατά την οποία ο ασθενής δεν ξέρει ποτέ τι να σκεφτεί για τον εαυτό του». Οι υγιείς επιθυμούν να είναι μαχητές οι άρρωστοι, να είναι ευδιάθετοι, να κινούνται μες στην πολεμική μεταφορά — το παλεύω, θα νικήσω, δεν παραδίνομαι, ναι, το πολεμάω, είμαι γενναίος, ναι! ναι! ναι!, μάχομαι ενάντια στο τσιγάρο, έχω ακμαίο ηθικό. Οι υγιείς προβάλλουν την σφριγηλότητά τους στον ασθενή, τον θέλουν θαρραλέο, του δίνουν παράσημα για την στάση του στο πεδίο της μάχης — καραμέλες στον καρκινοπαθή που έκοψε το τσιγάρο.
Ο δελ Μολίνο υπονομεύει αυτή τη νοοτροπία, την τόσο διαδεδομένη. Την αποδομεί. Προσφέρει τσιγάρο σε έναν ηλικιωμένο, φαλακρό, με μακριά αρθριτικά χέρια, ο οποίος, μέσα στο νοσοκομείο, του λέει: «Έχεις την καλοσύνη να μου δώσεις ένα τσιγάρο, παλικάρι μου». Ο συγγραφέας τείνει το ανοιχτό του πακέτο και του προσφέρει φωτιά. Μεμιάς κυριεύεται από ενοχές — Μαλάκα, είπα στον εαυτό μου, βρίσκεσαι στο Ογκολογικό και μόλις έδωσες τσιγάρο σε καρκινοπαθή, μα δεν σκέφτεσαι;
Φοβάται κιόλας μη τυχόν να εμφανιστεί κάνας έξαλλος γιος που ψάχνει τον ηλίθιο που έδωσε τσιγάρο στον πατέρα του.
Αλλά: δεν μένει στην ενοχή, στον φόβο, στις πρώτες σκέψεις. Είναι διαλεκτικός. Επιτρέπει στον εαυτό του να προχωρήσει σε πιο σύνθετες, λιγότερο διαδεδομένες, και διόλου δημοφιλείς σκέψεις, να πάει πιο βαθιά, να αισθανθεί αλλιώς ανθρώπινα. Και μάλιστα, με τέτοιον τρόπο ώστε να κεράσει αποενοχοποιητικό οίστρο σε ορισμένους από εμάς που έχουμε φερθεί στο παρελθόν με παρόμοιο τρόπο και φροντίζουμε πια, παρακινημένοι από τον δελ Μολίνο, να γράψουμε σχετικά με τούτη την εμπειρία μας (μέρος της εν εξελίξει σχετικής μελέτης μας, θα δημοσιεύσουμε σε επόμενα τεύχη της Αφηγηματικής Ιατρικής).
«Τον είχαν ξεγράψει», γράφει για τον ηλικιωμένο στον οποίο πρόσφερε νικοτίνη και φωτιά, «κι ήρθε σ᾽ εμένα για να ξεφύγει από μια οικογένεια που του είχε πάρει το αλάτι, το κρασί, το λουκάνικο και το τσιγάρο και τα έριξε στο θυσιαστήριο, με αντάλλαγμα μια υγεία που δεν θα επέστρεφε ποτέ. Ήταν ένας αποχαιρετισμός στον εαυτό του, στον οποίο είχε δικαίωμα, αλλά τα παιδιά συνήθως τον αρνούνται επιμελώς στους ετοιμοθάνατους γονείς».
Ασφαλώς, καθήκον των παιδιών, των οικείων, είναι να υψώνουν οχυρωματικά έργα που προστατεύουν τον πάσχοντα, να τον ενθαρρύνουν στο να μην προβαίνει σε παραβάσεις, να τον νουθετούν (ακόμα και υψώνοντας τους τόνους, μαλώνοντάς τον σαν να είναι μικρό παιδί, ή και νήπιο ακόμα).
Από την άλλη, ο υγιής φίλος βλέπει, και αντιμετωπίζει, διαφορετικά τον νοσούντα φίλο: του φέρνει κρυφά από τους συγγενείς ένα πολυπόθητο κονιάκ, γίνεται συνένοχος όταν ο ασθενής δελεάζεται από μια απαγορευμένη λιχουδιά, κρατάει τσίλιες όταν ο πάσχων φίλος υποτροπιάζει και επανακάμπτει σε ένα πάθος που τον συντρόφεψε σε όλη του τη ζωή. Σίγουρα αυτό συνοδεύεται ενίοτε από ενοχές, πολλές φορές το κρύβουμε ακόμα και από τον εαυτό μας, ενίοτε το μετανιώνουμε. Μολοντούτο, είναι μια ανθρώπινη στάση, είναι μια ιαματική ψυχικά συμπεριφορά, όσο κι αν εγείρει έντονες ενστάσεις. Αξίζει να το φιλοσοφήσουμε το πράγμα, να δούμε κάποιες διαστάσεις του που μένουν στη σιωπή και στο ημίφως.
«Παρότι δεν καπνίζω πια», διατείνεται ο δελ Μολίνο, «προτιμώ να δίνω φωτιά παρά καραμέλες μέντας· τσιγάρο αντί για συμβουλές, και ένα ξέχειλο ποτήρι αντί για ενθαρρυντικά λόγια. Θεωρώ πως το πεπρωμένο δεν χρειάζεται παρηγοριές, μονάχα παρέα και κανένα αστείο για να περάσει η ώρα».
Αφού σκιαγραφήσει την ιστορία των νοσοκομείων (χρονολογείται από τον Μεσαίωνα) που αρχικά ήταν κτίσματα όπου προσφερόταν φιλοξενία στους διαβάτες που έφταναν εκεί κλονισμένοι από τις κακουχίες, και εν συνεχεία (γύρω στον 15ο αιώνα) διαμορφώθηκαν ως πρόδρομοι των σημερινών νοσοκομείων (ένα μείγμα θεραπευτηρίου, λοιμοκαθαρτήριου, και τρελοκομείου), ο δελ Μολίνο θα προχωρήσει σε σκέψεις για την τωρινή τους λειτουργία κυρίως ως τόπου απομακρυσμένου από τον κόσμο των υγιών, ως ένα είδος προστασίας, ιδίως ψυχικής και πνευματικής, των υγιών από την επαφή τους με τους ασθενείς — με το θέαμα των ασθενών.
Θα συνεχίσω στο επόμενο τεύχος της Αφηγηματικής Ιατρικής την παρουσίαση των σκέψεων του δελ Μολίνο που θεωρώ ότι προκαλούν έντονες και γόνιμες συζητήσεις. Και πάλι ένα εύγε στη μεταφράστρια Μαρία Παλαιολόγου, για την έξοχη και ευφάνταστη εργασία της, και στις εκδόσεις Ίκαρος για την επιλογή ενός ακόμα λογοτεχνικού επιτεύγματος).

 

Σχολιασμός: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης