SURRENDER

SURRENDER

Ο έξοχος εργασιομανής, ακατάβλητος και χαλκέντερος Ιρλανδός κύριος  Πολ Ντέιβιντ Χιούσον [Paul David Hewson], γέννημα θρέμμα του Δουβλίνου και παιδί των καιρών του, γεννημένος στις 10 Μαΐου του 1960, ανανέωσε καμιά δεκαριά φορές την ποίηση του ροκ και έχει σπάσει, ως Bono, ένα ρεκόρ, που μάλλον θα μείνει ακατάρριπτο για κάμποσες δεκαετίες: επί σαράντα χρόνια είναι μέλος μιας τετραμελούς μπάντας, των θρυλικών U2, που παραμένει πάντα με την ίδια σύνθεση (Bono,  Adam  Clayton, The  Edge, Larry Mullen Jr.). Ούτε οι Rolling Stones δεν τα κατάφεραν έτσι!

Μόλις πριν από λίγες ημέρες, την 1η Νοεμβρίου 2022, κυκλοφόρησε, και ήδη συζητείται ευρέως και περιπαθώς, ο ογκώδης τόμος Surrender: 40 Songs, One Story από τον οίκο Hutchinson Heinemann. Η γραφή είναι καθηλωτική, ακριβής, ενίοτε λυρική — πάντα με την ποιότητα, την ευρηματικότητα, και τη δύναμη κρούσης που διαθέτει η ιρλανδική λογοτεχνία!

Το πρώτο κεφάλαιο του Surrender είναι θέμα για σεμινάριο της Αφηγηματικής Ιατρικής, όπως θα δείτε. Το προσφέρουμε, σε πρώτη δημοσίευση στα ελληνικά, και θα το συζητήσουμε στις Συναντήσεις της Παρασκευής. Το Surrender μεταφράζεται από εμένα, και θα κυκλοφορήσει στις εκδόσεις Ψυχογιός.

 

Lights of Home / Φώτα του Σπιτιού

I shouldn’t be here ’cause I should be dead

I can see the lights in front of me

I believe my best days are ahead

I can see the lights in front of me.

 

Γεννήθηκα μ᾽ εκκεντρική καρδιά. Σ᾽ έναν απ᾽ τους θαλάμους της καρδιάς μου, όπου τρεις θύρες έχουν οι πιο πολλοί, εγώ έχω δύο. Δύο περιστρεφόμενες θύρες, που τα Χριστούγεννα του 2016 έβγαιναν από τους μεντεσέδες τους. Η αορτή είναι η κεντρική σου αρτηρία, η σωτηρία σου, μεταφέρει το αίμα που οξυγονώνεται από τους πνεύμονές σου και γίνεται η ζωή σου. Αλλά έχουμε ανακαλύψει ότι η αορτή μου έχει πιεστεί με το χρόνο και έχει βγάλει μια κύστη. Μια κύστη στα πρόθυρα να σκάσει, κάτι που θα μ᾽ έστελνε στη μετέπειτα ζωή προτού προλάβω να κάνω το επείγον τηλεφώνημα. Προτού προλάβω να πω το αντίο σε τούτη τη ζωή.

Να με λοιπόν. Νοσοκομείο του Όρους Σινά. Πόλη της Νέας Υόρκης.

Να χαμηλώνω το βλέμμα προς τον εαυτό μου από πάνω ενώ τα αψιδωτά φώτα αντανακλώνται στο ανοξείδωτο ατσάλι. Σκέφτομαι ότι το φως είναι πιο σκληρό από τον ατσάλινο πάγκο όπου κείτομαι. Αισθάνομαι το σώμα μου ξέχωρο από μένα. Σάρκα μαλακή και κόκαλα σκληρά.

Δεν είναι όνειρο μήτε όραμα, αλλά είναι σαν να μ᾽ έχει στα δύο πριονίσει κάποιος θαυματοποιός. Τούτη η εκκεντρική καρδιά έχει παγώσει.

Πρέπει να γίνει κάποια ανακατασκευή πέρα από όλο αυτό το καυτό αίμα που στροβιλίζεται κι επιφέρει χάος, κάτι που τείνει το αίμα να κάνει όταν δεν σε βαστάει ζωντανό.

Αίμα κι αέρας.

Αίμα και σωθικά.

Αίμα και μυαλό, αυτό απαιτείται τώρα, τούτη τη στιγμή, αν είναι να συνεχίσω να τραγουδάω τη ζωή μου και να τη ζω. Το αίμα μου.

Το μυαλό και τα χέρια του θαυματοποιού που στέκει από πάνω μου και μπορεί μια αληθινά κακή μέρα να τη μεταβάλλει σε μια μέρα αληθινά καλή με τη σωστή στρατηγική κι επιτέλεση.

Νεύρα από ατσάλι και λεπίδες από ατσάλι.

Τώρα αυτός ο άντρας ανασηκώνεται και φτάνει στο στήθος μου, χειρίζεται το νυστέρι του συνδυάζοντας τις δυνάμεις του επιστήμονα και του χασάπη. Οι δυνάμεις απαιτούν διάρρηξη και εισβολή σε κάποιου την καρδιά. Τα μαγικά της επιστήμης.

Ξέρω ότι δεν θα νιώθω ότι είναι καλή η μέρα όταν ξυπνήσω ύστερα από  αυτές τις οχτώ ώρες στο χειρουργείο, αλλά ξέρω συνάμα ότι το να ξυπνήσω είναι καλύτερο από την άλλη εκδοχή.

Ακόμα κι αν δεν μπορώ ν᾽ ανασάνω κι αισθανθώ ότι ασφυκτιώ. Ακόμα κι αν απεγνωσμένα ρουφάω γι᾽ αέρα κι αέρα δεν βρίσκω.

Ακόμα κι αν έχω παραισθήσεις, γιατί βλέπω οράματα τώρα, κι όλα γίνονται λίγο σαν του Ουίλιαμ Μπλέικ το σύμπαν.

Κρυώνω τόσο πολύ. Σ᾽ έχω ανάγκη στο πλάι μου, έχω ανάγκη το θάλπος σου, έχω ανάγκη το κάλλος σου. Φοράω τα χειμωνιάτικα. Έχω ψηλές μπότες στο κρεβάτι, αλλά ξυλιάζω απ᾽ το κρύο.

Ονειρεύομαι.

Βρίσκομαι στο σκηνικό κάποιας ταινίας όπου η ζωή αποχαιρετά τον πρωταγωνιστή. Τις τελευταίες του στιγμές, είναι οργίλος κι αμφισβητεί τον μεγάλο έρωτά του.

«Γιατί φεύγεις; Μη μ᾽ αφήνεις!»

«Εδώ είμαι», του θυμίζει η αγαπημένη του. «Δεν έχω κουνήσει ρούπι».

«Τι; Δεν φεύγεις εσύ; Εγώ αναχωρώ; Γιατί αναχωρώ; Δεν θέλω να σ᾽ αφήσω. Σε παρακαλώ, μη μ᾽ αφήνεις να σ᾽ αφήσω».

Υπάρχουν κάποια βρόμικα μυστικά της επιτυχίας και μ᾽ αυτά ξυπνάω. Και απ᾽ αυτά.

Η επιτυχία είναι μια υπερεργασία της δυσλειτουργίας, μια δικαιολογία για ιδεοψυχαναγκαστικές τάσεις.

Η επιτυχία ως ανταμοιβή για πολύ, αληθινά πολύ σκληρή δουλειά, που ίσως συσκοτίζει κάποιο είδος νεύρωσης.

Η επιτυχία θα έπρεπε να συνοδεύεται από προειδοποιήσεις για την υγεία — τόσο για τον εργασιομανή όσο και τους γύρω του.

Η επιτυχία ενδέχεται να ωθείται από κάποιο άδικο πλεονέκτημα, από κάποια άδικη συνθήκη. Αν δεν είναι προνόμιο, τότε είναι χάρισμα, ταλέντο, ή κάποιο άλλο είδος κληροδοτημένου πλούτου.

Αλλά η σκληρή δουλειά κρύβεται κι αυτή πίσω από τούτες τις θύρες.

Πάντοτε θεωρούσα ότι το δικό μου ήταν ένα χάρισμα να βρίσκω κορυφαίες μελωδίες όχι μόνο στη μουσική αλλά και στην πολιτική, στο εμπόριο, και στον κόσμο των ιδεών γενικά.

Εκεί όπου οι άλλοι άκουγαν αρμονία ή αντίστιξη, εγώ τα κατάφερνα καλύτερα στο να βρίσκω την άριστη ποιότητα μες στο δωμάτιο, το άγκιστρο, τη διαυγή σκέψη. Πιθανόν επειδή είχα να την τραγουδήσω ή να την πουλήσω.

 

Σχολιασμός: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης