Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑ

Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑ

Κάποια βιβλία —ευτυχώς δεν είναι λίγα— έχουν γραφτεί με τέτοια βιωματική ένταση ώστε γίνονται πολύτιμα για τον αναγνώστη, ακριβώς γιατί του κοινοποιούν μια σπάνια εμπειρία, άλλοτε οδυνηρή και άλλοτε ευχάριστη. Ακόμα κι αν πρόκειται για οδυνηρή εμπειρία, αποτελούν μιαν ελπιδοφόρα μαρτυρία καθόσον η υπέρβαση και η καταγραφή μιας τέτοιας εμπειρία εντείνουν την κατάφαση στη ζωή. Κι ακόμα: μας προετοιμάζουν, μας βοηθούν να κατανοήσουμε βαθύτερα δικές μας παρόμοιες εμπειρίες, οργανώνουν τη σκέψη μας.

Θα παραθέσω, σε αυτό και στα επόμενα δύο τεύχη, αποσπάσματα από τρία πρόσφατα βιβλία που ήδη διαβάσαμε και σχολιάσαμε στο πλαίσιο της Αφηγηματικής Ιατρικής με φίλους ιατρούς, με φίλους λογοτέχνες, με φίλους εικαστικούς, και με φίλους στοχαστές. Πρόκειται για ένα αυτοβιολογικό πόνημα/μαρτυρία, για ένα, επίσης βασισμένο σε προσωπικές εμπειρίες, μυθιστόρημα, και για μια ποιητική συλλογή συντεθειμένη από έναν έμπειρο ιατρό.

 

  1. Timothy Snyder, Η δική μας ασθένεια — Μαθήματα ελευθερίας από ένα ημερολόγιο νοσηλείας, μτφρ. Γιώργος Μπολιεράκης, εκδ. Στερέωμα

Σε πέντε νοσοκομεία, στη διάρκεια τριών μηνών, μεταξύ Δεκεμβρίου του 2019 και Μαρτίου του 2020, κρατούσα σημειώσεις και έκανα σκίτσα. Ήταν εύκολο να συνειδητοποιήσω ότι η ελευθερία και η υγεία είναι αλληλένδετες, όταν η θέλησή μου δεν μπορούσε να κινήσει το σώμα μου ή όταν το σώμα μου ήταν συνδεδεμένο με σακούλες και σωληνάκια.

Μια έντονη οργή και μια ήπια ενσυναίσθηση με συντήρησαν και με κέντρισαν να σκεφτώ εκ νέου περί ελευθερίας. Οι πρώτες λέξεις που έγραψα στο Νιου Χέιβεν ήταν «μόνο οργή, μοναχική οργή». Δεν ένιωσα τίποτα πιο καθαρό και πιο έντονο από την οργή εν μέσω μιας θανατηφόρας ασθένειας. Με καταλάμβανε στο νοσοκομείο το βράδυ, προσφέροντάς μου έναν πυρσό που άναβε μέσα σε εκδοχές σκοταδιού που δεν είχα ξαναδεί.

Η οργή είχε να κάνει αποκλειστικά με μένα, ήταν η επιθυμία μου να είμαι ήχος και όχι ηχώ, η επιθυμία μου για σύνθεση και όχι για αποσύνθεση. Δεν στρεφόταν ενάντια σε τίποτε άλλο εκτός από τον κόσμο όλο και τους νόμους του που ακυρώνουν τη ζωή. Για μια δυο νύχτες μπορούσα να λάμψω με το δικό μου φως.

Για μένα, το γράψιμο είναι μέρος της θεραπείας, επειδή η προσωπική μου κακουχία έχει νόημα μόνο στον βαθμό που με βοηθά να καταλάβω την ευρύτερη ασθένειά μας. Θυμάμαι μέρη που δεν θα έπρεπε να είχα βρεθεί, πράγματα που δεν θα έπρεπε να είχαν συμβεί, ούτε σε μένα, ούτε σε κανέναν άλλο, και θέλω να τα κατανοήσω.

Μια σχεδία μπορεί να κατασκευαστεί με την πάροδο του χρόνου από ψιλοπράγματα. Ήμουν μέρος μιας σχεδίας, όπως επίσης και οι άλλοι· επιπλέαμε στριμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο στα ίδια νερά, άλλοτε αβίαστα, άλλοτε ενάντια στα βράχια. Αν η σανίδα μου έπεφτε στα βαθιά, η σχεδία κινδύνευε να χάσει τον δρόμο της ή να ανατραπεί.

Οι πάντες παρασύρονται σε μια πολιτική πόνου που οδηγεί σε μαζικό θάνατο. Το να αντιτίθεσαι στην υγειονομική περίθαλψη επειδή υποψιάζεσαι ότι βοηθά τους ανάξιους είναι σαν να σπρώχνεις κάποιον σε έναν γκρεμό και μετά να πηδάς και ο ίδιος, νομίζοντας ότι θα πέσεις στα μαλακά πάνω στο πτώμα του ατόμου που σκότωσες. Είναι σαν να παίζεις ρώσικη ρουλέτα έχοντας βάλει μία σφαίρα στον κύλινδρο του δικού σου περίστροφου και δύο στου αντιπάλου σου.

Οι άνθρωποι χρειάζονται γιατρούς κοντά στο σπίτι τους. Οι άνθρωποι χρειάζονται γιατρούς τους οποίους γνωρίζουν, οι οποίοι τους γνωρίζουν, οι οποίοι είναι σε θέση να παρακολουθήσουν την ιστορία τους, να αναλάβουν τον έλεγχο μιας κρίσιμης κατάστασης, να έχουν αίσθηση της ευθύνης τους. Χρειαζόμαστε ένα σύστημα υγειονομικής περίθαλψης που να ξεκινά από εκεί όπου ζουν οι άνθρωποι, αντί να περιμένουμε από αυτούς να ξέρουν τα πάντα μόνοι τους ή να διεκπεραιώνουν ένα ατέλειωτο χαρτομάνι ή να πληρώνουν κρυφές χρεώσεις.

Πρέπει να βρεθεί μια νέα ισορροπία μεταξύ μοναξιάς και αλληλεγγύης. Μια αιτία της υπερβολικής μοναξιάς σε αυτήν εδώ τη χώρα είναι ότι δεν ξέρουμε πώς να μιλήσουμε για αυτό που μας ταλαιπωρεί. Αν το να βρισκόμαστε σε θέση ασθενούς δεν προκαλούσε άγχος για τα χρήματα και την κοινωνική θέση, θα είχαμε περισσότερες πιθανότητες να λάβουμε θεραπεία και να γίνουμε καλά. Αν όλοι είχαμε πρόσβαση σε γιατρούς και νοσηλευτές της εμπιστοσύνης μας, θα μας ήταν πιο εύκολο όχι απλώς να τα βγάζουμε πέρα, αλλά και να τα πηγαίνουμε καλά.

Δεν αφήνουμε ποτέ την Ιστορία εντελώς πίσω μας. Μπορούμε να μάθουμε από τις προσδοκίες και τις αποτυχίες του εαυτού μας στο παρελθόν και των προηγούμενων εποχών ώστε να δημιουργήσουμε κάτι καινούργιο. Δεν θα ξαναγίνω όπως ήμουν πριν, ούτε και θα το ήθελα· έχω μάθει πράγματα, οπότε είμαι καλύτερος. Είμαι ακόμη θυμωμένος: όχι τόσο για τον εαυτό μου, όσο για όλους μας. Μας αξίζει η ελευθερία και επίσης χρειαζόμαστε θεραπεία αποτελεσματική. Αυτά θα μπορούσαν να ξεκινήσουν από τους ανθρώπους, όπου κι αν βρίσκονται, σε πόλεις ή μακριά απ᾽ αυτές, κοντά σε αυτοκινητόδρομους ή σε χωματόδρομους. Θα μπορούσαν να ξεκινήσουν από την προκείμενη κατάσταση, ότι έχουμε δικαίωμα στην υγειονομική περίθαλψη. Ακούγεται σαν όνειρο; Αυτό ας είναι το αμερικανικό όνειρο.

O Τίμοθι Σνάιντερ [Timothy Snyder, 1969] είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Yale και συνεργάτης του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Σπουδών στη Βιέννη. Ειδικός στην Ιστορία της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης και στην Ιστορία του Ολοκαυτώματος, συνεργάζεται επίσης τακτικά με γνωστά ευρωπαϊκά και αμερικανικά έντυπα. Έχει τιμηθεί από την Αμερικάνικη Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών, καθώς και με τα βραβεία Χάνα Άρεντ και της Έκθεσης της Λειψίας.

Είναι επίσης μέλος του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων των ΗΠΑ, μιας δεξαμενής σκέψης που ειδικεύεται στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και στις διεθνείς υποθέσεις, μέλος της Επιτροπής Αρχών του Μουσείου Ολοκαυτώματος των ΗΠΑ (Holocaust Memorial Museum) και μετέχει στην συντακτική επιτροπή των περιοδικών Journal of Modern European History και East European Politics and Societies.

Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Brown και πήρε το διδακτορικό του το 1997 από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Μιλάει έντεκα ευρωπαϊκές γλώσσες και ως εκ τούτου είναι σε θέση να αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο αρχειακές πηγές από τη Γερμανία και την Κεντρική Ευρώπη.

Στις 29 Δεκεμβρίου του 2019, αρρώστησε σοβαρά. Ανίκανος να σταθεί όρθιος, σε διανοητική σύγχυση, περίμενε επί ώρες στα επείγοντα περιστατικά προτού διαγνωστεί το πρόβλημά του και μπει εσπευσμένα στο χειρουργείο. Τις επόμενες μέρες, καθώς το πρώτο φως της καινούργιας χρονιάς έμπαινε από το παράθυρό του και η ζωή του κρεμόταν από μια κλωστή, άρχισε να σκέφτεται το ιδιαίτερα κρίσιμο και εύθραυστο ζήτημα της υγείας, «που δεν αναγνωρίζεται στην Αμερική ως ανθρώπινο δικαίωμα, αλλά χωρίς την οποία όλα τα δικαιώματα και οι ελευθερίες δεν έχουν νόημα», όπως χαρακτηριστικά γράφει.

Κι αυτό ήταν πριν από την πανδημία. Έκτοτε παρακολουθήσαμε τα αμερικανικά νοσοκομεία, υποστελεχωμένα και ανεπαρκώς εφοδιασμένα, να λυγίζουν κάτω από τα αλλεπάλληλα κύματα των προσβεβλημένων από τον κορονοϊό ασθενών. Η κυβέρνηση Τραμπ έκανε τα πράγματα χειρότερα, ποντάροντας στην παραπληροφόρηση και προσβλέποντας στην κερδοσκοπία. Το σύστημα της «εμπορευματοποιημένης», ιατρικής, όπως χαρακτηρίζει ο Σνάιντερ το ιδιωτικό σύστημα υγείας, απέτυχε παταγωδώς.

Το βιβλίο Η δική μας ασθένεια είναι μια κραυγή αγωνίας. Εξετάζοντας μερικές από τις πιο σκοτεινές στιγμές της πρόσφατης ιστορίας της χώρας και της προσωπικής του εμπειρίας, ο Σνάιντερ δεν αναζητά απλώς μια διέξοδο από την "υγειονομική κακοδαιμονία" της Αμερικής, αλλά και εξηγεί πώς μπορεί να ανασταλεί ο εκπεσμός της υγείας σε ένα σύστημα που αποσκοπεί αποκλειστικά στο κέρδος και να ανακτήσει το ανθρωποκεντρικό του περιεχόμενο. Η υγεία είναι ζήτημα δημοκρατίας, υπογραμμίζει ο Σνάιντερ. Μόνο αν κατοχυρώσουμε την υγειονομική περίθαλψη ως ανθρώπινο δικαίωμα, ανυψώνοντας το κύρος των γιατρών και αναγνωρίζοντας την ιατρική γνώση ως καθοδηγητική αρχή, μπορούμε να δημιουργήσουμε μια ελεύθερη και πραγματικά δημοκρατική κοινωνία.

 

Σχολιασμός: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης