ΕΥΡΕΣΕΙΣ ΑΠΟ ΚΥΑΝΟ ΚΟΒΑΛΤΙΟ

ΕΥΡΕΣΕΙΣ ΑΠΟ ΚΥΑΝΟ ΚΟΒΑΛΤΙΟ

Ιδού ένα εξόχως σημαίνον πυκνό δίστιχο θραύσμα του Νίκου Καρούζου: «αφηγήθηκα βάσανα / σαν κήπους ν' αφηγήθηκα». Τρύπωσε στο νου μου, σφηνώθηκε, δεν έλεγε να βγει από τα μύχιά μου όσον καιρό διάβαζα/μελετούσα το σπαρακτικό (ακόμα και λόγω του χιούμορ του) βιβλίο Πάνω στα ποτάμια που κυλούν (μτφρ. Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Πόλις) του μείζονος Πορτογάλου συγγραφέα και ιατρού Αντόνιο Λόμπο Αντούνες [António Lobo Antunes, Λισαβόνα, 01.09.1942], το οποίο θα συζητήσουμε στο επόμενο τεύχος της Αφηγηματικής Ιατρικής.

Ακριβώς, το να αφηγείσαι βάσανα και δεινά ωσάν κήπους ν᾽ αφηγείσαι θα μπορούσε να είναι —και επί του πρακτέου είναι— ένα από τα πολύτιμα προτάγματα/προγράμματα της Αφηγηματικής Ιατρικής. Η συγκροτημένη μαρτυρία, ιδίως, σχετικά με μια κατάσταση αναγκεμένη συμβάλλει πάντα στη διαύγαση των ανθρώπινων πραγμάτων και των σχέσεών μας με αυτά, ουσιαστικά των σχέσεων ανθρώπου με άνθρωπο.

Όπως πολλοί συγγραφείς και ποιητές (Μαξ Μπλέχερ και Γιώργος Βέλτσος, ανάμεσά τους) έτσι και ο Καρούζος κοίταξε κατάματα τη νόσο και χαρτογράφησε άγνωστες εκτάσεις της —ναι! υπάρχουν εκτάσεις στην οδύνη,  όπως άλλωστε και στην ηδονή, που δεν μπορούν να κατανοηθούν μόνο μέσω της επιστήμης. Καιρό τώρα, και ιδίως μετά τη λαίλαπα του COVID-19, δεν είναι λίγες οι ισχυρές προσωπικότητες, δεν είναι λίγοι οι λαμπροί νόες που επιμένουν στην αλληλοπεριχώρηση επιστήμης, τέχνης, και φιλοσοφίας. Οι εικαστικοί Γιώργος Χατζημιχάλης και Γεωργία Σαγρή έχουν εκπονήσει έργα και έχουν συντάξει κείμενα που δείχνουν προς την κατεύθυνση αυτής της αλληλοπεριχώρησης.

Ένα χρόνο μετά την εκδημία του Καρούζου, οι εκδόσεις Ίκαρος θα μας προσφέρουν, το 1991, το βιβλίο Ευρέσεις από κυανό κοβάλτιο. Η φροντίδα ανήκει στον αείζωο φίλο του ποιητή, τον Ευγένιο Αρανίτση, την σύζυγο του Καρούζου, Μαίρη Μεϊμαράκη, και την τελευταία σύντροφό του, τη ζωγράφο Εύα Μπέη (η οποία διαφύλαξε μέρος του υλικού που υπάρχει στο βιβλίο).

Εδώ, η πάλη με τη νόσο, και η ίδια η νόσος, καταγράφεται με ποιητική, ασφαλώς, ματιά. Πότε με ένταση, ενίοτε με ανήμπορη παράδοση, άλλοτε με στραφταλιστή και πείσμονα αισιοδοξία, ο ποιητής μάχεται υπέρ της ζωής, καταφάσκει στην ύπαρξη, δεν προβαίνει σε εκχωρήσεις σε μιαν αγανακτισμένη άρνηση.

Ποιήματα, αφορισμοί, σπαράγματα δείχνουν μια σοφία που ο ποιητής κέρδισε παλεύοντας στη ζωή του όλη με το αίνιγμα του υπάρχειν, του σχετίζεσθαι, του πράττειν, του σκέπτεσθαι. Μεριμνά στο να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του για όσα του δόθηκαν από την ελληνική γλώσσα, από τον παγκόσμιο στοχασμό ανά τους αιώνες, από τους φίλους του που του στάθηκαν.

Καίτοι αναρωτιέται «είμαι τελείως ανοχύρωτος ανέκαθεν;», σχεδόν αμέσως μετά να που μας παρακινεί «Τρεχάτε στην αίσθηση! Τρεχάτε! Η ομορφιά είν᾽ ολούθε». Κι ακόμα: «με το θάνατο μέσα μου πλέον ορατό  —σχεδόν αδιανόητο— μεράκι που το ᾽χω να υπάρξω ακόμη!»

Για τον Καρούζο ας ειπωθεί αυτό που ειπώθηκε για έναν άλλο δημιουργό: Επιμένει να κάνει τη ζωή του επιχείρημα για τα όσα πρεσβεύει. Η διαλεκτική του ήταν το εκκρεμές ανάμεσα στον βαθύ στοχασμό και στο τρανταχτό γέλιο, ανάμεσα στην εξερεύνηση των άγνωστων γαιών της ύπαρξης και στην ωδή στη χαρά που εξέφραζε ο Καρούζος ακόμα και στη δύση του βίου του. «Ασθμαίνοντας διακοπή / και ζήτω η ζωή λαγνοβοώντας / ζήτω το Μέγα του Πραγματικού / Χρωματικό Παραλήρημα / ώς τον Τάρταρο ζήτω».

Ξέρουμε από τον ίδιο το ποιητή ότι τον είχαν επισημάνει οι άνεμοι, ότι ανηφόριζε στη φρίκη με γρασωμένα άρβυλα, ότι ήταν ο ακούσιος της υπάρξεως· δηλώνει «λουλουδόμυαλος» και «εσαεί νήπιος», αλλά και «γεροντόβραχος»· αποφαίνεται: «Άμα πεθαίνεις έως πού πηγαίνεις; Κεντρομόλος φεύγεις φυγόκεντρος έρχεσαι»· δεν λησμονεί στιγμή το επαναστατικό όραμα που τον διέπει από την πρώτη του νιότη έως την ύστατη στιγμή του: «Οι αναστενάρηδες φωνάζουν, πατώντας / απάνω στη φωτιά: Στάχτ᾽ να γέν᾽. / Εμείς απ᾽ αλλού με άλλους όρους / φωνάζουμε: Να μεγαλώνει, / η φωτιά να μεγαλώνει / να γίνετ᾽ ολοένα ψηλότερη / εξαρπάζοντας ιαματικά τον πλανήτη».

Τέλος, «στον ουρανό οι δυνατότητες / είναι μόνο συναρπαστικές», θα μας πει — τι μανιφέστο για την αιώνια άνοιξη ακόμα και όταν γύρω μαίνονται χειμερινά δεινά!

 

Σχολιασμός: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης