ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΔ. ΜΟΥΝΤΟΚΑΛΑΚΗ

θεόδωρος μουντοκαλάκης sos ιατροί

Διάλεξη κατά την τελετή απονομής του Βραβείου Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας, 6 Δεκεμβρίου 2002.

Ποικίλα συναισθήματα με διακατέχουν αυτή τη στιγμή.

  • Έχω πλήρη συνείδηση της μεγάλης τιμής που αποτελεί για μένα η σημερινή διάκριση. Είναι η υψίστη διάκριση για ένα Πανεπιστημιακό δάσκαλο κι είμαι εξαιρετικά ευγνώμων τόσο προς εκείνους που με πρότειναν, όσο και προς εκείνους που αποφάσισαν τη βράβευσή μου.
  • Νοιώθω συγκίνηση γιατί το Βραβείο που μου απονέμεται φέρει τα ονόματα του Βασίλη Ξανθόπουλου και του Στέφανου Πνευματικού, η τραγική μοίρα των οποίων, αλλά και το μεγαλείο του θανάτου τους με είχαν συγκλονίσει πριν από 12 χρόνια, αν και δεν τους είχα δυστυχώς γνωρίσει.
  • Κι αισθάνομαι δέος γιατί η απονομή του Βραβείου γίνεται παρουσία του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, σε μια αίθουσα φορτωμένη με μνήμες από κρίσιμες περιόδους της νεώτερης ιστορίας μας.

Η προσωπική μου στάση απέναντι στην εκπαίδευση διαμορφώθηκε μέσα σε πολλές δεκαετίες, κάτω απ’ την επίδραση δασκάλων και μαθητών. Τέσσερα, όμως, είναι τα πρόσωπα που την επηρέασαν αποφασιστικά.

Αρχικά, ήταν η δασκάλα μου της έκτης τάξης, στο 8ο Δημοτικό Σχολείο Χανίων. Διατηρώ ζωηρά στη μνήμη μου εκείνο το πρωινό, που αντί για μάθημα στην τάξη, μας παρότρυνε  να κάνουμε μια βόλτα στην πόλη, για να αναζητήσουμε το θέμα της έκθεσης που θα έπρεπε να της πάμε την επομένη. Θυμάμαι πόσο είχαμε όλοι μας εντυπωσιαστεί κι ακόμα, ότι κανείς μας δεν είχε θεωρήσει την πρωτοβουλία της δασκάλας μας ως ευκαιρία για σκασιαρχείο. Προσωπικά, είχα κατέβει στο λιμάνι κι είχα σταθεί απέναντι απ’ τον παλιό βενετσιάνικο φάρο, αναζητώντας την έμπνευση.

Στη συνέχεια, ήταν ο πατέρας μου. Στα γυμνασιακά μου χρόνια, μου είχε καταστήσει σαφές ότι εκείνο που τον ενδιέφερε πρωτίστως δεν ήταν ο βαθμός που θα του πήγαινα, αλλά οι γνώσεις που θα αποκτούσα. Μου είχε δε διηγηθεί μια ιστορία που με είχε αφήσει στην κυριολεξία με ανοιχτό το στόμα. Την ιστορία ενός καθηγητή του στην ιατρική σχολή (δεν θυμάμαι, δυστυχώς, το όνομά του), που επέτρεπε στους φοιτητές του να φέρνουν μαζί τους όσα βιβλία ήθελαν και να ανατρέχουν σ’ αυτά στη διάρκεια των γραπτών εξετάσεων.

Αργότερα, συνάντησα το δάσκαλό μου στην Ιατρική, τον αείμνηστο Γεώργιο Μερίκα. Ήταν εκείνος που μου δίδαξε μια τέχνη που ο ίδιος κατείχε άριστα: τη συναρπαστική τέχνη της διδασκαλίας δίπλα στο κρεβάτι του αρρώστου, που συνδυάζει την επικοινωνία με τον άρρωστο με την ανάλυση του κλινικού προβλήματός του και την αναφορά σε αντίστοιχες βιβλιογραφικές πληροφορίες.

Και σ’ όλη τη διάρκεια της ακαδημαϊκής μου ζωής είχα στο πλάι μου τη γυναίκα μου τη Θέκλα. Είναι εκείνη που στήριξε πάντοτε όλες μου τις επιλογές, συχνά με θυσία των αμιγώς ατομικών της προτεραιοτήτων. Πολλοί μέσα σ’ αυτή την αίθουσα γνωρίζουν ότι όχι απλώς δεν  διεκδίκησε ποτέ ούτε λεπτό απ’ το χρόνο που αφιερώνω στην εκπαίδευση των φοιτητών και των νέων γιατρών, αλλά επιπλέον, φροντίζει να δημιουργεί στην κλινική μια ατμόσφαιρα εγκαρδιότητας και άνεσης που διευκολύνει την προσέγγισή τους.

Είναι η ώρα να μοιραστώ και με τους τέσσερις την τιμή που μου γίνεται απόψε.

Ας έλθω, όμως, στο κύριο μέρος της ομιλίας μου. Στα επόμενα είκοσι λεπτά θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω τη θέση που κατέχει η ανθρωπιστική παιδεία στη σύγχρονη ιατρική εκπαίδευση.

Το περασμένο καλοκαίρι έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο της ιστορικού Ελένης Κούκου: «Ιωάννης Καποδίστριας - Ρωξάντρα Στούρτζα: μια ανεκπλήρωτη αγάπη». Στις σελίδες του βρήκα την πληροφορία ότι στο τμήμα των θετικών επιστημών του Πανεπιστημίου της Padova στο οποίο σπούδασε ιατρική ο Ιωάννης Καποδίστριας -γνωστό ως τμήμα των Artisti- διδάσκονταν 32 μαθήματα, απ’ τα οποία μόνο τα 15 ήταν καθαρώς ιατρικά. Από τα υπόλοιπα, τα 8 ήταν μαθήματα φυσικομαθηματικών επιστημών, αλλά υπήρχαν και 5 μαθήματα φιλοσοφικά και φιλολογικά, με προεξάρχουσα την ελληνική φιλοσοφία, φιλολογία και αισθητική, καθώς και 4 μαθήματα θεολογίας.

Το ότι στην εποχή του Καποδίστρια, στα τέλη του 18ου αιώνα, στο φημισμένο Πανεπιστήμιο της Padova αξιόλογο μέρος του προγράμματος σπουδών των φοιτητών της ιατρικής καταλάμβαναν οι ανθρωπιστικές σπουδές δεν είναι παράδοξο, αφού από τον καιρό της άλωσης της Κωνσταντινούπολης, το Πανεπιστήμιο της Padova, όπως και άλλα Πανεπιστήμια της Βόρειας Ιταλίας -της Bologna, της Ferrara, της Pavia- είχαν επηρεαστεί βαθιά από τις νεοπλατωνικές ιδέες, που είχαν μεταλαμπαδεύσει σ’ αυτά πρόσφυγες Έλληνες διανοητές. Στο χώρο της ιατρικής, αυτό είχε ως συνέπεια τη βαθμιαία αντικατάσταση του μέχρι τότε επικρατούντος Γαληνισμού από τη σπουδή των έργων του Ιπποκράτη. Είναι χαρακτηριστικό το ότι ο Nicolo Leoniceno, ένας απ’ τους πρωτοπόρους της ανθρωπιστικής ιατρικής, μεταφραστής των «Αφορισμών» του Ιπποκράτη, είχε ξεκινήσει το διδακτικό του έργο απ’ το Πανεπιστήμιο της Padova.

Πόσο ξεπερασμένη, όμως, είναι αυτή η αντίληψη σήμερα, στο κατώφλι της μεταγονιδιωματικής εποχής;

Θα σας διαβάσω ένα κείμενο:

«Η κύρια προτεραιότητα ενός γιατρού είναι το ενδιαφέρον για τον άνθρωπο. Προκειμένου να ενδιαφερθεί κανείς για τον άνθρωπο είναι απαραίτητο να τον κατανοήσει. Η κατανόηση, όμως, του ανθρώπου δεν προκύπτει τόσο απ’ τη μελέτη της λειτουργίας του εγκεφάλου του, όσο από τη λογοτεχνία, την ποίηση και τις τέχνες, που μαζί με τη φιλοσοφία θα έπρεπε να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της βασικής ιατρικής εκπαίδευσης».

Τα λόγια αυτά δεν ανήκουν σε κάποιο ιατροφιλόσοφο του 18ου ή του 19ου αιώνα. Είναι λόγια ενός σύγχρονου ειδικευμένου γιατρού που εργάζεται στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Ρότερνταμ. Τα συνάντησα, τον περασμένο Ιούλιο, στις ηλεκτρονικές σελίδες του γνωστού περιοδικού του Βρετανικού Ιατρικού Συλλόγου British Medical Journal, ως μέρος μιας απ’ τις πολλές απαντήσεις στο ερώτημα «Τι είναι καλός γιατρός;»,  που είχε απευθύνει το περιοδικό προς τους αναγνώστες του.

Μπορεί να φαίνεται παράδοξη, αλλά η ιδέα του Ολλανδού συναδέλφου δεν είναι πρωτότυπη. Στη διάρκεια των σαράντα τελευταίων ετών έχει κατ’ επανάληψη απασχολήσει ειδικούς της ιατρικής εκπαίδευσης και απ’ τις δυο μεριές του Ατλαντικού. Γιατί το εκ πρώτης όψεως αφελές ερώτημα «τι είναι καλός γιατρός;» αντιστοιχεί ουσιαστικά στο ερώτημα «τι είδους γιατρούς θέλουμε;», που θα πρέπει να αποτελεί την απαρχή για το σχεδιασμό του προγράμματος σπουδών κάθε ιατρικής σχολής, η δε ανάγκη για την -πέραν των βιολογικών του γνώσεων και της τεχνικής του επάρκειας- ευρύτερη καλλιέργεια του γιατρού καθορίζεται απ’ την ίδια τη φύση του ιατρικού έργου. Η ιατρική έχει ως κοινό αντικείμενο με τη λογοτεχνία και την τέχνη το έλλογο και κοινωνικό έμβιο ον που ονομάζεται άνθρωπος. Δεν είναι τυχαίο το ότι πολλοί μεγάλοι πεζογράφοι, θεατρικοί συγγραφείς και ποιητές  είχαν σπουδάσει ιατρική. Ο François Rabelais, o John Keats, o Somerset Maugham, o Arthur Conan Doyle, o Anton Chekhov, o Axel Mounte, o James Joyce, για να αναφέρω μερικούς απ’ τους πιο γνωστούς. Και στη χώρα μας, ο Νιρβάνας, ο Παπαντωνίου, ο Καρκαβίτσας, ο Χειμωνάς. Ιατρική είχαν, άλλωστε, σπουδάσει και οι μεγάλοι μουσουργοί Alexander Borodin και ο Hector Berlioz.

Στη δεκαετία του 70, πολλοί απ’ τους πιο ευαίσθητους γιατρούς της εποχής διατύπωναν σε κείμενα και ομιλίες τους το φόβο ότι οι συνθήκες που διαμορφώνονταν τότε στην άσκηση της ιατρικής, ως αποτέλεσμα της ραγδαίας επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου, θα οδηγούσαν σταδιακά στην αποστέρηση της ιατρικής απ’ το ανθρωπιστικό της στοιχείο. Οι παλιότεροι θα θυμούνται ίσως το θόρυβο που είχε ξεσηκώσει ο Ivan Illich με το βιβλίο του «Ιατρική Νέμεσις». Κατηγορούσε αυτό που αποκαλούσε «ιατρικό κατεστημένο» για το ότι «έχει καταλήξει να αποτελεί μείζονα απειλή για τη δημόσια υγεία» και διακήρυσσε την ανάγκη για «αποϊατρικοποίηση» της υγείας.

Ευτυχώς, παρά το ότι η τεχνολογική πρόοδος συνεχίστηκε –και μάλιστα, με ακόμα πιο αλματώδεις ρυθμούς- οι φόβοι αυτοί δεν επαληθεύθηκαν. Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, η ιατρική κοινότητα αναγνωρίζει κάθε μέρα και περισσότερο το γεγονός ότι επίκεντρο της ιατρικής είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και συνειδητοποιεί κάθε μέρα και περισσότερο την ανάγκη της γεφύρωσης του κόσμου των αρρώστων με τον κόσμο του γιατρών. Σ’ αυτό αναμφίβολα συνέβαλε η χειραφέτηση των αρρώστων απ’ την κηδεμονία των γιατρών, ως συνέπεια της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων τους και της δυνατότητας  πρόσβασης, με τη βοήθεια του διαδικτύου, σε πληροφορίες, την αποκλειστικότητα των οποίων διεκδικούσαν μέχρι πρόσφατα οι γιατροί.

Είναι χαρακτηριστικό ότι για την αξιολόγηση της έκβασης μιας ιατρικής παρέμβασης, η σύγχρονη ιατρική δεν περιορίζεται πια στα αντικειμενικά κριτήρια, όπως είναι η ίαση, ο θάνατος, η αναπηρία ή ακόμα και η ποιότητα ζωής, αλλά λαμβάνει υπόψη και το βαθμό ικανοποίησης του αρρώστου. Ο δε βαθμός ικανοποίησης του αρρώστου έχει βρεθεί ότι είναι ευθέως ανάλογος προς το μέγεθος του σεβασμού της αξιοπρέπειάς του εκ μέρους του γιατρού και αντιστρόφως ανάλογος προς την ισχύ της θεώρησής του ως σύνολο λειτουργιών και οργάνων.

Έτσι ο γιατρός αναγκάζεται σιγά-σιγά να αποβάλλει την πανάρχαια αλαζονεία του και να δέχεται τις αξίες του αρρώστου ως διαφορετικές, αλλά ισότιμες με τις δικές του. Άρχισε να αποδέχεται το ενδεχόμενο της αποτυχίας του και να στρέφει τις προσπάθειές του όχι μόνο προς την ίαση ή την αποκατάσταση, αλλά και προς την ανακούφιση του αρρώστου.

Η καταπραϋντική φροντίδα, όπως θα μπορούσε κανείς να μεταφράσει τον όρο palliative care, είναι μια ιατρική ειδικότητα που έχει αρχίσει να εξαπλώνεται με ταχείς ρυθμούς στη Βόρεια Αμερική, κατ’ αντιπαράθεση προς την ανθούσα ήδη εντατική φροντίδα (intensive care).  Η προσέγγιση του θνήσκοντος αναγνωρίζεται σήμερα ως αναπόσπαστο μέρος του ιατρικού έργου, όταν στο παρελθόν ο ετοιμοθάνατος άρρωστος παραδιδόταν στο νοσηλευτικό προσωπικό και τους οικείους του, προκειμένου ο γιατρός ν’ ασχοληθεί με άλλα «σπουδαιότερα» καθήκοντα και βεβαίως, να απομακρυνθεί από κάτι που του θύμιζε το πεπερασμένο των δυνατοτήτων της επιστήμης του.

Με σκοπό να καταστήσουν την ιατρική εκπαίδευση περισσότερο συναφή προς τις πραγματικές συνθήκες άσκησης της ιατρικής, ορισμένες ιατρικές σχολές των Ηνωμένων Πολιτειών, του Καναδά, της Βρετανία και της Αυστραλίας, προχώρησαν σε ριζοσπαστικές αλλαγές των προγραμμάτων σπουδών τους απ’ τις αρχές ήδη της δεκαετίας του 60. Στις αλλαγές αυτές εντάχθηκε και η ενίσχυση της ανθρωπιστικής βάσης της ιατρικής εκπαίδευσης, με την εισαγωγή στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα μαθημάτων, όπως η λογοτεχνία, η φιλοσοφία και η ιστορία, αλλά και οι εικαστικές τέχνες, η μουσική, το θέατρο, ο κινηματογράφος, το δίκαιο, οι οικονομικές και πολιτικές επιστήμες και η θεολογία. Οι σειρές αυτές μαθημάτων απευθύνονται στο συναίσθημα και τη γνώση των φοιτητών, αποσκοπώντας να τους καταστήσουν ικανότερους στην επικοινωνία με τον άρρωστο, αλλά και στην αντιμετώπιση ηθικών ζητημάτων συνδεδεμένων με τη λήψη ιατρικών αποφάσεων.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, το πεδίο των ανθρωπιστικών σπουδών αναπτύχθηκε ευρύτατα, ώστε η λογοτεχνία να διδάσκεται σήμερα στο ένα τρίτο περίπου των ιατρικών σχολών των Ηνωμένων Πολιτειών. Υπάρχουν σήμερα ιατρικές σχολές, στο πρόγραμμα σπουδών των οποίων έχουν ενταχθεί σειρές μαθημάτων με θέμα τον τρόπο αναγγελίας κακών ειδήσεων ή την ανάλυση των αρχών των μεγάλων θρησκευτικών δογμάτων. Άλλες διοργανώνουν επισκέψεις σε μουσεία, όπου οι φοιτητές εκπαιδεύονται στην  ανάπτυξη της παρατηρητικότητάς τους και την περιγραφή και ερμηνεία εικόνων -ή συναντήσεις μικρών ομάδων, όπου οι φοιτητές καλούνται να συζητήσουν μεταξύ τους πάνω στη φύση του ιατρικού έργου, όπως την αντιλαμβάνονται οι ίδιοι και να ανταλλάξουν γνώμες για την επίλυση ηθικών προβλημάτων που συνάντησαν σε αρρώστους, με τους οποίους ήρθαν σε επαφή κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής τους.

Επειδή είναι φυσικό εκ πρώτης όψεως να ξενίζει η άποψη ότι η διδασκαλία της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου ή των εικαστικών τεχνών μπορεί να συμβάλλει στην παραγωγή «καλών γιατρών», θα προσπαθήσω να γίνω σαφέστερος με τη βοήθεια τριών παραδειγμάτων:

Στο μυθιστόρημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκεζ  «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων», ένα σκυλί δαγκώνει τη Σιέρβα Μαρία, τη μοναχοκόρη του μαρκησίου του Κασαλδουέρο. Καλείται τότε ο δόκτωρ Αμπρενούνσιο να την εξετάσει. Ο γιατρός αποφαίνεται ότι το πιο πιθανό είναι ότι η Σιέρβα Μαρία δεν έχει κολλήσει λύσσα. «Και στο μεταξύ;» ρωτά ο μαρκήσιος. «Στο μεταξύ», απαντά ο Αμπρενούνσιο, «να της παίζετε μουσική, να γεμίσετε το σπίτι με λουλούδια, να βάλετε να κελαηδούν τα πουλιά, να την πηγαίνετε τα δειλινά στη θάλασσα, να της δίνετε όλα όσα θα την κάνουν ευτυχισμένη».  Και αποχωρώντας καταλήγει: «Δεν υπάρχει φάρμακο που να θεραπεύει αυτό που δε θεραπεύει η ευτυχία». 

Είναι προφανής η επίδραση που μπορεί να έχουν παρόμοια κείμενα στη διαμόρφωση της στάσης ενός φοιτητή της ιατρικής απέναντι στις πραγματικές αξίες της ζωής.

Το παράδειγμα για τον κινηματογράφο δανείζομαι από ένα βιβλίο ενός σύγχρονου Βρετανού ψυχιάτρου. Ο συγγραφέας αναφέρεται σε γνωστή κινηματογραφική ταινία με πρωταγωνίστρια την Γκρέτα Γκάρμπο. Γράφει: «Ο θεατής του «Άννα Καρένινα» που έχει συμπαθήσει την Άννα, έχει νοιώσει λύπη γι αυτήν, έχει προβλέψει την επερχόμενη τραγωδία και παρακολούθησε, χωρίς να μπορεί να βοηθήσει, το σώμα της να συνθλίβεται κάτω απ’ το τραίνο, ο θεατής που εξ αυτού του γεγονότος απέκτησε μεγαλύτερη επίγνωση του εαυτού του και των άλλων ανθρώπων, έχει γίνει πιο δυνατός  ως άτομο, αλλά και ως μέλος της κοινωνίας».

Τέλος, για τις εικαστικές τέχνες θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα απ’ την προσωπική μου εμπειρία ως εκπαιδευτή. Πριν από μερικά χρόνια, έκανα μάθημα σε μια ομάδα τεταρτοετών φοιτητών. Δεν θυμάμαι ακριβώς για ποιο λόγο, ίσως επειδή ήθελα να εικονογραφήσω κάποια αινιγματική πτυχή του θέματος που ανέπτυσσα, μεταξύ των διαφανειών που προέβαλα είχα και μια εικόνα της Τζοκόντα του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Όταν έκανα την προβολή, διαπίστωσα ότι είχα κατά λάθος τοποθετήσει το εμπρός μέρος της διαφάνειας πίσω, με αποτέλεσμα να προβληθεί μια κατοπτρική εικόνα της Τζοκόντα. Ρώτησα, λοιπόν, τους φοιτητές αν κάτι απ’ τη Τζοκόντα μου τους παραξένευε. Απάντησε μόνο μια φοιτήτρια. «Η Τζοκόντα βλέπει δεξιά αντί για αριστερά», μου είπε. Τη ρώτησα τότε ποια ειδικότητα σκεφτότανε να πάρει και μου απάντησε ότι σχεδίαζε να γίνει δερματολόγος. Ήταν μια πολύ εύστοχη επιλογή και της το είπα.

Πράγματι, εκείνο που χαρακτηρίζει ένα καλό δερματολόγο είναι η ικανότητά του να ανακαλεί από τη μνήμη του εικόνες.

Στο τελευταίο μέρος της ομιλίας μου θα σταθώ σ’ ένα κατ’ εξοχήν σημαντικό θέμα: Αν δεχθούμε τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα της ιατρικής και την ανάγκη να αποκτήσει η ιατρική εκπαίδευση ανθρωπιστικό περιεχόμενο, είναι κατάλληλος ο τρόπος επιλογής των υποψηφίων φοιτητών της ιατρικής, όπως εφαρμόζεται στις περισσότερες ιατρικές σχολές σήμερα; Η απάντηση των ειδικών της ιατρικής εκπαίδευσης στο ερώτημα αυτό είναι απερίφραστα αρνητική. Κι αυτό γιατί οι συνήθεις μέθοδοι αξιολόγησης των υποψηφίων φοιτητών της ιατρικής ελέγχουν γνώσεις και ευφυία, αλλά όχι στάση, με συνέπεια να μην εξασφαλίζουν την  επιλογή  εκείνων, των οποίων η προσωπικότητα είναι η πιο κατάλληλη για την άσκηση της ιατρικής. Έτσι, αυτού του είδους η αρχική διαλογή κινδυνεύει να οδηγήσει στην παραγωγή εσωστρεφών γιατρών, που δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν με ανθρώπους μέσης νοημοσύνης, πλήττουν με την καθημερινότητα της άσκησης της ιατρικής και είναι, εξ αυτού του λόγου, επιρρεπείς σε απροσεξία, που είναι παράγοντας πρόκλησης ιατρικών λαθών κατά πολύ ισχυρότερος από όσο η άγνοια.

Απ’ την άλλη μεριά, ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η αξιολόγηση των υποψηφίων είναι φυσικό να καθορίζει και το είδος της προετοιμασίας που φροντίζουν να κάνουν οι υποψήφιοι. Μπορεί, όμως, το είδος της προετοιμασίας που εξασφαλίζει την είσοδό σε ιατρική σχολή να προδικάσει και καλή μελλοντική επαγγελματική επίδοση;

Στο ερώτημα αυτό απαντά μια έρευνα που δημοσιεύθηκε το 1995, στο γνωστό ιατρικό περιοδικό Lancet. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, από στατιστική άποψη, ο συνδυασμός ανθρωπιστικών σπουδών και σπουδών σε φυσικές επιστήμες πριν απ’ την εισαγωγή στην ιατρική σχολή είναι ο ισχυρότερος παράγοντας πρόβλεψης καλής επίδοσης μετά τη λήψη του πτυχίου. Αντιθέτως, μόνες οι σπουδές σε φυσικές επιστήμες δεν μπορούν να προβλέψουν καλή μεταπτυχιακή επίδοση.

Το ζήτημα αποκτά ιδιαίτερη σημασία στη χώρα μας, όπου σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, τα γραπτά των αποφοίτων λυκείου στις πανελλήνιες εξετάσεις αποκαλύπτουν (χρησιμοποιώ τους χαρακτηρισμούς, όπως ακριβώς αναγράφονται στη έκθεση) «τυποποιημένο και περιορισμένο λεξιλόγιο, ασάφειες, ανακρίβειες, άστοχη επιλογή των λέξεων, ελλιπές και φτωχό περιεχόμενο του λόγου, αδυναμία συγκρότησης εννοιών, λάθη στη σύνταξη και προβλήματα στη δομή των παραγράφων».

Αν, όμως, η επίσημη παιδεία μας είναι τόσο ανεπαρκής, πώς εξηγείται το φαινόμενο των νέων που συρρέουν στην έκθεση βιβλίου ή σχηματίζουν ουρές έξω απ’ την Εθνική Πινακοθήκη, τις αίθουσες συναυλιών, τα θέατρα και τις κινηματογραφικές αίθουσες; Ίσως η εξήγηση βρίσκεται στα λόγια του Αλβέρτου Αϊνστάιν: «Παιδεία είναι» είχε πει ο Αϊνστάιν «ό,τι μας μένει αφού πια ξεχάσουμε όσα διδαχθήκαμε στο σχολείο».

Υπάρχει, όμως, και ένα άλλο παράδοξο φαινόμενο που επίσης γεννά αισιοδοξία: Παρά το γεγονός ότι η προσωπικότητα των υποψηφίων δεν χρησιμοποιείται ως κριτήριο επιλογής για εισαγωγή στις ιατρικές μας σχολές, μεταξύ των φοιτητών μας της ιατρικής, καθώς και μεταξύ των νέων γιατρών μας,  βρίσκει κανείς πολλούς που

  • είναι καλλιεργημένοι,
  • αναπτύσσουν εύκολα διαπροσωπικές σχέσεις,
  • χαμογελούν συχνά,
  • είναι απαλλαγμένοι από υπεροψία και προκαταλήψεις,
  • δεν διστάζουν να πουν «δεν ξέρω»,
  • είναι ικανοί να μαθαίνουν από τα λάθη τους,
  • γνωρίζουν να ακούν το συνομιλητή τους,
  • δημιουργούν φιλική ατμόσφαιρα γύρω τους
  • και τηρούν αισιόδοξη στάση απέναντι στη ζωή

- με άλλα λόγια, διαθέτουν όλα εκείνα τα χαρακτηριολογικά γνωρίσματα που ο καθένας μας θα ήθελε να έχει ο προσωπικός του γιατρός.

Πού οφείλεται, άραγε, αυτό; Δεν μπορώ να βρω άλλη εξήγηση από το ότι πρόκειται για αποτέλεσμα φυσικής επιλογής -για να δανειστώ ένα όρο απ’ τον Δαρβίνο. Φυσικής επιλογής που επιτυγχάνεται μέσω των κινήτρων που οδηγούν κάποιους νέους στο να αφιερώσουν τα ωραιότερα τους χρόνια σε πολυετείς και επίπονες σπουδές, προκειμένου να ασκήσουν κατόπιν ένα έργο που τους γοητεύει και τους συναρπάζει. Πολλοί απ’ αυτούς θα γίνουν θαυμάσιοι γιατροί κάτω απ’ την επίδραση της ιατρικής εκπαίδευσης -και μερικές φορές, παρά την επίδραση της ιατρικής εκπαίδευσης.

Κυρίες και κύριοι,

Σ’ ένα από τα πρώτα μαθήματα του εφετινού ακαδημαϊκού έτους εξηγούσα στους τεταρτοετείς φοιτητές τι είναι το εξάνθημα που ονομάζουμε στην ιατρική «ροδάνθη». Ένας αυθόρμητος συνειρμός μου εκείνης της στιγμής με παρακίνησε στο να τους ρωτήσω ποιοι απ’ αυτούς είχαν δει την κλασική κινηματογραφική ταινία «Ο Πολίτης Κέϊν». Απ’ τους εικοσιπέντε με τριάντα φοιτητές που παρακολουθούσαν το μάθημα, πέντε ή έξη σήκωσαν το χέρι. Και όταν ρώτησα αυτούς τους τελευταίους αν η λέξη «ροδάνθη» τους θυμίζει κάτι απ’ το έργο σχεδόν όλοι έσπευσαν να απαντήσουν: «ροδανθός». Ένας μάλιστα θυμήθηκε και την πρωτότυπη αγγλική λέξη, “rosebud”. Είναι η λέξη-κλειδί που προφέρει με βραχνή φωνή ο Όρσον Ουέλς στο ξεκίνημα του έργου.

Είπα τότε μέσα μου: «Απ’ αυτή την ομάδα θα βγουν μερικοί πολύ καλοί κλινικοί γιατροί».

Θεόδωρος Μουντοκαλάκης