Oliver Sacks και οι κατ’ οίκον ιατρικές επισκέψεις

Oliver Sacks και οι κατ’ οίκον ιατρικές επισκέψεις

Γεώργιος Θεοχάρης
Παθολόγος

Ο Oliver Sacks είναι Βρετανός νευρολόγος γνωστός περισσότερο για τα δημοφιλή βιβλία που έγραψε, περιγράφοντας τις ιστορίες (περιστατικά) των ασθενών του. Γεννήθηκε στο Βόρειο Λονδίνο το 1933 σε μια οικογένεια γιατρών και επιστημόνων. Αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης (Queen’s College) και ειδικεύθηκε στη νευρολογία στα νοσοκομεία Mt. Zion στο Σαν Φρανσίσκο και στο UCLA. Εργάζεται ως νευρολόγος από το 1965 στη Νέα Υόρκη και από τον Ιούλιο του 2007 εκλέχθηκε καθηγητής της Νευροψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης.
Το 1966 εργάσθηκε ως νευρολόγος στο νοσοκομείο Βeth Abraham στο Μπρονξ σε μονάδα νοσηλείας χρόνιων πασχόντων. Μεταξύ των νοσηλευόμενων υπήρχε μια ομάδα ασθενών με έντονα κινητικά προβλήματα που παρέμεναν για χρόνια «ακίνητοι» σαν «αγάλματα» και ήταν όλοι επιζήσαντες μιας επιδημίας ιογενούς εγκεφαλίτιδας. Ο Sachs χρησιμοποίησε το πειραματικό τότε φάρμακο L-dopa, επιτρέποντας πολλούς από αυτούς έστω και προσωρινά να επιστρέψουν σε μια φυσιολογική ζωή. Η κλινική εμπειρία αυτή περιγράφηκε στο ιδιαίτερα δημοφιλές βιβλίο «Ξυπνήματα», το οποίο μεταφέρθηκε εξαιρετικά στον κινηματογράφο.

Το 1984 δημοσίευσε το βιβλίο «A leg to stand on» στο οποίο περιγράφει την εμπειρία του ως ασθενούς και είναι κρίμα που δεν έχει μεταφρασθεί ακόμα στα Ελληνικά. Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο που αφορά την αποπροσωποίηση (depersonalization) που υφίσταται κάθε ασθενής κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του σε νοσοκομείο: «Τα ρούχα κάθε ασθενούς αντικαθίστανται από ένα ανώνυμο νυχτικό. Το χέρι του φέρει μία ταυτότητα με τον αριθμό ή το όνομά του. Πρέπει να υπακούει τους κανονισμούς και τις ρυθμίσεις του ιδρύματος. Δεν έχει ελεύθερες επιλογές –παύει να έχει δικαιώματα– δεν ανήκει πλέον στον κόσμο με την ευρεία έννοια. Αναλογικά μοιάζει με φυλακισμένο ή με την πρώτη μέρα στο σχολείο. Δεν είναι πλέον μια προσωπικότητα αλλά ένας τρόφιμος».
Το 1985 δημοσιεύθηκε «Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του για καπέλο» (The man who mistook his wife for a hat), στο οποίο περιγράφονται ιστορίες ανθρώπων με χρόνια νευρολογικά νοσήματα. Τον τίτλο στο βιβλίο δίνει η περιγραφή ενός άνδρα με οπτική αγνωσία. Ο άνθρωπος που πήρε την γυναίκα του για καπέλο μεταφράσθηκε στα ελληνικά και έγινε όπερα από το γνωστό Βρετανό μουσικό Michael Nyman. Σε άλλα του βιβλία ο Oliver Sachs μελετάει τον κόσμο των κουφών, «Seeing Voices: a journey into the world of the deaf» (1989), μια σπάνια κοινότητα ιθαγενών με αχρωματοψία στο νησί Guam στο «Island of Colorblind » (1996) εκδίδει μια αυτοβιογραφία με τον τίτλο «Uncle Tungsten: Memories of a Chemical Boyhood», νευρολογικές παθήσεις που σχετίζονται με τη μουσική «Musicophilia» το 2007.

Δέχθηκε κριτική για το έργο του. Κάποιοι τον χαρακτηρίζουν ως τον άνθρωπο που πήρε τους ασθενείς του για μια λογοτεχνική καριέρα, «The man who mistook his patients for a literary career» και κάποιοι άλλοι ότι εκμεταλλεύεται τους ασθενείς του. Άλλοι τον θεωρούν καλύτερο συγγραφέα παρά κλινικό ιατρό. Στο τελευταίο βιβλίο «Ένας ανθρωπολόγος στον Άρη» που μεταφράσθηκε εξαιρετικά στα ελληνικά από τον Κώστα Ποτάγα και την Άννυ Σπυράκου από τις εκδόσεις Άγρα, ο Oliver Sachs περιγράφει επτά παράδοξες ιστορίες ασθενών με νευρολογικά νοσήματα, όπως την ιστορία της γιατρού που υποφέρει από το σύνδρομο Gilles de la Tourette και πάσχει από τικ εκτός από την ώρα που χειρουργεί ή ενός άνδρα που έπασχε από πυκνό καταρράκτη από τα παιδικά του χρόνια και «βρήκε» την όρασή του στα πενήντα του χρόνια.

Ο Oliver Sachs στον πρόλογο του βιβλίου επεξηγεί:

«Η εξερεύνηση των βαθιά αλλοιωμένων εαυτών και κόσμων δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει με ολοκληρωμένο τρόπο σε ένα ιατρείο. Ο Γάλλος νευρολόγος Francois Lhermitte που έζησε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος σε αυτό το θέμα, και αντί να παρατηρεί απλώς τους ασθενείς του στην κλινική, επέμενε στη σημασία του να τους επισκέπτεται στο σπίτι, να τους βγάζει έξω για θέατρο ή φαγητό, να τους πηγαίνει βόλτα με το αυτοκίνητο, να μοιράζεται τη ζωή τους όσο το δυνατόν περισσότερο. (Το ίδιο συμβαίνει, ή μάλλον το ίδιο συνέβαινε, με τους γενικούς γιατρούς. Έτσι, όταν ο πατέρας μου στα ενενήντα του χρόνια άρχισε απρόθυμα να αντιμετωπίζει την προοπτική της απόσυρσής του, του είπαμε: «Τουλάχιστον άφησε τις κατ’ οίκον επισκέψεις». Εκείνος όμως απάντησε: «Όχι, θα κρατήσω τις κατ’ οίκον επισκέψεις και θ’ αφήσω όλα τ’ άλλα».

Έχοντας κατά νου αυτό, έβγαλα την άσπρη ποδιά μου, λιποτάκτησα, πλήρως και κυριολεκτικώς, από τα νοσοκομεία όπου πέρασα τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια, για να εξερευνήσω τη ζωή των ασθενών μου ενόσω ζουν στον πραγματικό κόσμο, νιώθοντας εν μέρει σαν φυσιοδίφης που εξετάζει σπάνιες μορφές ζωής και εν μέρει σαν ανθρωπολόγος, σαν ένας νευροανθρωπολόγος στο πεδίο της έρευνας –πάνω απ’ όλα όμως σαν γιατρός που τον καλούν εδώ κι εκεί να κάνει κατ΄ οίκον επισκέψεις, κατ΄ οίκον επισκέψεις στα έσχατα σύνορα της ανθρώπινης εμπειρίας. Πρόκειται λοιπόν για ιστορίες μεταμόρφωσης, όπως τις θέλησε η νευρολογική τύχη, μεταμόρφωσης όμως σε εναλλακτικές καταστάσεις ύπαρξης, άλλες μορφές ζωής, διαφορετικές, αλλά εξίσου ανθρώπινες».