ΠΟΙΟΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΝΗΨΟΥΜΕ; Η ΗΘΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΝΗΨΗΣ

ΠΟΙΟΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΝΗΨΟΥΜΕ; Η ΗΘΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΝΗΨΗΣ

Η αύξηση της προσέλευσης ηλικιωμένων ασθενών με κρίσιμα προβλήματα υγείας έχει μετατρέψει τη λήψη αποφάσεων για καρδιοαναπνευστική ανάνηψη (CPR) σε μια σύνθετη πρόκληση. Ιδίως σε περιπτώσεις ασθενών με υψηλό κίνδυνο θανάτου ή ανίατες παθήσεις, οι γιατροί αντιμετωπίζουν ηθικά και κλινικά διλήμματα σχετικά με την εφαρμογή εντολών «Μην Προσπαθήσετε Ανάνηψη» (DNAR). Το προχωρημένο της ηλικίας αποτελεί συχνά αρνητικό προγνωστικό παράγοντα, ωστόσο τα δεδομένα για τις εκβάσεις της CPR σε ηλικιωμένους παραμένουν περιορισμένα. Σε μια σειρά μελετών, 417.190 ασθενών άνω των 70 ετών, το 40% ανέκαμψε αρχικά, αλλά πάνω από το μισό απεβίωσε εντός νοσοκομείου. Οι περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης έχουν λειτουργικά ανεξάρτητοι ασθενείς με οξείες καρδιολογικές παθήσεις, όπου η ηλικία δεν επηρεάζει σημαντικά την έκβαση.

Πρόγνωση και Παράγοντες Επιβίωσης

Η βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη πρόγνωση της ενδονοσοκομειακής ανάνηψης φαίνεται ανεξάρτητη της ηλικίας, με κρίσιμους παράγοντες το λειτουργικό και γνωσιακό επίπεδο του ασθενούς. Σε εξωνοσοκομειακές ανακοπές, τα ποσοστά επιβίωσης εξαρτώνται από τον τύπο αρρυθμίας (π.χ., κοιλιακή ταχυκαρδία ή ασυστολία), τον χρόνο ανάνηψης και τη γενική υγεία. Για παράδειγμα, σε ασθενείς άνω των 85 ετών με μη-επιδεκτικό ρυθμό, η μηνιαία επιβίωση πέφτει στο 1.7%, έναντι 3.3% σε ασθενείς 75-84 ετών. Παρά τη χαμηλή συνολική επιβίωση (4.1% σε άνω των 70 ετών vs 7.6% γενικά), ορισμένες υποομάδες (π.χ., με αναστρέψιμες αρρυθμίες) έχουν ποσοστά άνω του 10%.

Ηθικές και Κλινικές Προκλήσεις

Οι ηλικιωμένοι ασθενείς και οι οικογένειές τους συχνά έχουν υπερβολικές προσδοκίες για την επιτυχία της CPR, ενώ οι γιατροί τείνουν να υποεκτιμούν την επίδραση της ευπάθειας και των συννοσηροτήτων. Η ποιότητα ζωής μετά την ανάνηψη είναι κρίσιμος παράγοντας: μόνο το 1.1% των γηριατρικών ασθενών επιβιώνουν με καλή νευρολογική κατάσταση. Επιπλέον, παράγοντες όπως η διαμονή σε οίκους ευγηρίας ή η παρουσία χρόνιων νοσημάτων (π.χ., καρκίνος, καρδιακή ανεπάρκεια) αυξάνουν δραματικά τη θνησιμότητα.

Αποφάσεις με Βάση Αποδείξεις και Αξίες

Οι κατευθυντήριες οδηγίες τονίζουν τη σημασία της συμμετοχής του ασθενούς και της οικογένειας στη λήψη αποφάσεων. Όταν ο ασθενής είναι διαυγής, η ενημέρωση για τις πιθανότητες επιβίωσης και τις πιθανές επιπλοκές είναι υποχρεωτική. Σε περιπτώσεις αμφιβολίας ή αντιφατικών επιθυμιών, η προσωρινή έναρξη CPR μπορεί να ακολουθηθεί από συζήτηση για τη διακοπή της, εάν αποδειχθεί ανώφελης. Η χρήση διαγνωστικών εργαλείων (π.χ., υπερηχογράφημα) βοηθά στην αξιολόγηση αναστρέψιμων αιτιών (π.χ., πνευμονική εμβολή) και στην αποφυγή μάταιων παρεμβάσεων.

Παρηγορητική Φροντίδα και Τελικές Αποφάσεις

Σε ασθενείς με τελικό στάδιο νοσημάτων, ο θάνατος μπορεί να είναι μια ανθρωπιστική εναλλακτική. Η επιθετική CPR είναι ανώφελης σε περιπτώσεις μεταστατικού καρκίνου, χρόνιας αναπνευστικής ανεπάρκειας ή πολυοργανικής δυσλειτουργίας. Οι γιατροί οφείλουν να προτείνουν παρηγορητική φροντίδα, εστιάζοντας στην άρση του πόνου και στη διατήρηση της αξιοπρέπειας. Παράλληλα, η αναγνώριση περιπτώσεων κακοποίησης ή εγκατάλειψης σε ηλικιωμένους απαιτεί ευαισθητοποίηση και ταχεία παρέμβαση.

Η πρωτογενής αξιολόγηση και η ανάνηψη σε ηλικιωμένους απαιτούν ισορροπία μεταξύ κλινικών πρωτοκόλλων και ατομικών αναγκών. Οι φυσιολογικές αλλαγές της γήρανσης (π.χ., μειωμένες εφεδρείες οργάνων) καθιστούν την επιθετική θεραπεία απαραίτητη, αλλά και επικίνδυνη σε ευπαθείς ασθενείς. Η ηλικία δεν είναι από μόνη της απόλυτο κριτήριο αποχής από CPR, αλλά η λειτουργική και γνωσιακή κατάσταση, οι συννοσηρότητες και οι προσωπικές αξίες πρέπει να καθοδηγούν τις αποφάσεις.
Η πολυφαρμακία και οι χρόνιες παθήσεις συχνά επιδεινώνουν την κλινική εικόνα, ενώ η κακοποίηση παραμένει υποδιαγνωσμένη. Μελλοντικές έρευνες πρέπει να εστιάσουν στην ποιότητα ζωής μετά την ανάνηψη και στην ανάπτυξη εργαλείων πρόβλεψης κινδύνου. Η διαφωνία μεταξύ ιατρικών δεδομένων και ασθενικών προσδοκιών απαιτεί δια βίου ενημέρωση και συζήτηση. Η ηθική πυξίδα οδηγεί προς τον σεβασμό της αυτοδιάθεσης, τη χρήση επιστημονικών δεδομένων και την προτεραιότητα της ανθρωπιάς έναντι της τεχνολογικής παρέμβασης. Μόνο έτσι θα επιτευχθεί βέλτιστη φροντίδα για ένα πληθυσμό που αξίζει τόσο προσοχή όσο και αξιοπρέπεια.

Το παρόν άρθρο εμπνέεται από το βιβλίο «Επείγουσα Γηριατρική των SOS ΙΑΤΡΩΝ» (εκδ. Παπαζήσης)