Norman Ohler, Υπερδιέγερση: Τα ναρκωτικά στο τρίτο ΡΑΪΧ, εκδ. Εκδόσεις METAIXMIO
Το βιβλίο του Νόρμαν Όλερ [Norman Ohler, 1970], όπως κάθε συγγραφικό έργο που διακρίνεται για τις αιχμές και τις εντάσεις του, προκάλεσε στρόβιλο επιδοκιμασιών και αποδοκιμασιών. Κάποιοι το εγκωμίασαν με ενθουσιασμό, άλλοι το χαρακτήρισαν ρηχό, pop, και ημιανεύθυνο. Ορισμένοι, μάλιστα, το θεώρησαν επικίνδυνο, διατεινόμενοι ότι να εμφανίζεις τον ναζισμό ως κύημα ενός εθισμένου στις ουσίες διασαλευμένου νου αφήνει στην άκρη σημαντικές αιτίες της πολιτικής διάστασης του πράγματος. Το γεγονός είναι ότι το βιβλίο διαβάζεται με παθιασμένο ενδιαφέρον, καθώς συνδυάζει την εμβριθή αρχειακή έρευνα με τα θεκτικά ξεσπάσματα της λογοτεχνικότητας. Καλό είναι να επωφεληθεί κανείς από τις πληροφορίες που (τωόντι με συναρπαστικό τρόπο) εκθέτει ο Νόρμαν Όλερ και, βέβαια, να συνδυάσει τα όσα λέγει το βιβλίο με τη μελέτη πολλών άλλων έργων σχετικά με τον εθνικοσοσιαλισμό, όπως φέρ᾽ ειπείν, με την εξόχως σημαντική Τριλογία του Τρίτου Ράιχ του σπουδαίου ιστορικού Ρίτσαρντ Έβανς [Ricard Evans, 1947], που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδ. Αλεξάνδρεια.Στον Μορέλ εστιάζει με ιδιαίτερη επιμονή ο Όλερ, θεωρώντας τον μάλιστα, και χαρακτηρίζοντάς τον ξανά και ξανά, «ντίλερ» του Αδόλφου Χίτλερ. Θα έχουμε τη δυνατότητα, μάλιστα, να παραθέσουμε λόγια του ίδιου του Μορέλ, αποσπάσματα από τα ημερολόγιά του και αφηγήσεις του ιδίου, βλέποντας έτσι ότι αυτός ο επιτήδειος τύπος γίνεται ένα είδος νεγκατίφ της Αφηγηματικής Ιατρικής.
Ο Όλερ μιλάει επί μακρόν και διά μακρών για το σκεύασμα με την εμπορική ονομασία Pervitin, μια «ιδιαίτερα ισχυρή, ιδιαίτερα εξαρτησιογόνο, ιδιαίτερη ύπουλη ουσία», η οποία έφτασε να γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής στο Τρίτο Ράιχ και να χορηγείται ακόμα και με τη μορφή πραλίνας (!!) σε νοικοκυρές για την τόνωσή τους. Καθε κομμάτι πραλίνας περιείχε δεκατέσσερα χιλιοστόγραμμα μεθαμφεταμίνης, η προπαγάνδα συνιστούσε ανεπιφύλακτα την κατανάλωση τριών έως εννέα κομματιών ημερησίως, τονίζοντας μάλιστα ότι «οι δουλειές του σπιτιού γίνονταν παιχνιδάκι» και, όπως σημειώνει ο Όλερ, «τρώγοντας αυτή την ασυνήθιστη λιχουδιά έχανες κιλά, καθώς το Pervitin μειώνει την όρεξη». Παράλληλα, και ταχέως, το σκεύασμα κατέστη, και με επίσημα έγγραφα, απαραίτητο εφόδιο στους γυλιούς των στρατιωτών της Βέρμαχτ στο Ανατολικό Μέτωπο. Κοκτέιλ με την εν λόγω ουσία, τη μεθαμφεταμίνη, και με πολλές άλλες —άνω των εβδομήντα καταγράφει, με βάση τα αρχεία, ο Όλερ— χορήγησε, με ενδοφλέβιες ενέσεις, μεταξύ άλλων, ο Τέοντορ Μορέλ στον Αδόλφο Χίτλερ, ανάμεσα στα 1941 και 1945.
Πρόκεται για ένα νευρωνικό πυροτέχνημα, διαβάζουμε στη σ. 59, για ένα βιομηχανικό οπλοπολυβόλο που ρίχνει διαρκώς ριπές σκέψεων. Ό,τι πρέπει για τις απαιτήσεις της ναζιστικής εποχής, σημειώνει ο συγγραφέας, η οποία απαιτούσε πια ταχύτητα, αποτελεσματικότητα, επιδόσεις, μούδιασμα και καταστολή της κριτικής σκέψης. Με το Pervetin, επίσης, διεξάγεται το πρώτο παγκοσμίως συστηματικό πείραμα με τοξικές ουσίες στην στρατιωτική ιστορία, όταν ο επικεφαλής στρατιωτικός φυσιολόγος του Τρίτου Ράιχ, ο Ότο Φρίντριχ Ράνκε [Otto Friedrich Ranke, 17 Αυγούστου 1899 – 19 Νοεμβρίου 1959] σύναξε, τον Απρίλιο του 1939, 120 εθελοντές σπουδαστές στους οποίους χορήγησε μεθαμφεταμίνη και τους «ανέθεσε να λύσουν μαθηματικά προβλήματα, αλλά και άλλα καθήκοντα». Τα πορίσματά του συνέβαλλαν στο να καταστεί το εν λόγω σκεύασμα επισήμως μέρος του υγειονομικού εξοπλισμού της Βέρμαχτ, όπως δηλοί η Διάταξη περί της χρήσεως του διεγερτικού που κυκλοφόρησε στον στρατιωτικό μηχανισμό του Τρίτου Ράιχ στις 17 Απριλίου του 1940. Ο τότε οπλίτης, και κατόπιν συγγραφέας, τιμημένος με Νόμπελ, Χάινριχ Μπελ [Heinrich Theodor Böll, 21 Δεκεμβρίου 1917 – 16 Ιουλίου 1985] σε επιστολές του από το μέτωπο μιλάει κατ᾽ επανάληψιν για τη διεγερτική ουσία που έκανε, όπως τονίζει ο Όλερ, τη Βέρμαχτ «τον πρώτο στρατό στον κόσμο που βασίστηκε σε ένα χημικό ναρκωτικό» (σ. 108). Γράφει ο Μπελ στους γονείς του από το μέτωπο: «Φυσικά είμαι πτώμα στην κούραση […] Σε λίγο θα αρχίσει η δράση του Pervitin και θα με βοηθήσει να ξεπεράσω την κούρασ. Έξω έχει ασυνήθιστα πολύ φως από το φεγγάρι, ο ουρανός είναι πεντακάθαρος και κάνει πολύ κρύο». Το σκεύασμα παράγεται βιομηχανικά με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Στις εγκαταστάσεις της εταιρείας Temmler και στη διάρκεια μιας εργάσιμης ημέρας «μπορούσαν να παραχθούν μέχρι και 833.000 χάπια »!
Το Τρίτο Ράιχ, σύμφωνα με τον Νόρμαν Όλερ [Norman Ohler, 1970] μετατρέπεται σε μηχανισμό διακίνησης (επισήμως, μάλιστα!) διεγερτικών και ναρκωτικών ουσιών. Ο βασικός λόγος είναι η ανάγκη αποδοτικότητας — τάχιστης αποτελεσματικότητας λόγω του πολέμου, χωρίς φυσικά να επισημαίνονται οι δυσάρεστες παρενέργειες. Αυτό που προέχει είναι η υπερθέρμανση των νευρώνων, η καταπολέμηση (έστω και πρόσκαιρη) της κόπωσης, η απομάκρυνση του ύπνου πάση θυσία. Καμία μέριμνα δεν σημειώνεται για την «γενικότερη αποδόμηση των εγκεφαλικών λειτουργιών που αφορούν τη μνήμη, τα αισθήματα, και το σύστημα κινήτρων-ανταμοιβών», διαβάζουμε στη σελίδα 59 του βιβλίου του Όλερ, Υπερδιέγερση/Τα Ναρκωτικά στο Τρίτο Ράιχ (μτφρ. Χρήστος Κοκκολάτος & Βασίλης Τσαλής, εκδ. Μεταίχμιο). Απεναντίας, ξοδεύονται εκατομμύρια μάρκα όχι μόνο για την παραγωγή σκευασμάτων, κυρίως του Pervitin, αλλά και για την διαφήμισή τους. Το 1938, παραμονές του πολέμου, κάνουν την εμφάνισή τους αφίσες στις διαφημιστικές πινακίδες, στα τραμ και στα λεωφορεία, στον υπέργειο και υπόγειο σιδηρόδρομο του Βερολίνου, μας πληροφορεί ο Όλερ. Και κάτι ακόμα: όλοι, μα όλοι, οι γιατροί του Βερολίνου θα λάβουν μιαν επιστολή από την εταιρεία Temmler, που παράγει το σκεύασμα. Στην επιστολή εκθειάζονται οι αρετές του Pervitin, και τη συνοδεύει μια δωρεάν συσκευασία με χάπια. Οι γιατροί παροτρύνονται να δοκιμάσουν τα χάπια, τα οποία περιέχουν τρία χιλιοστόγραμμα δραστικής μεθαμφεταμίνης, να καταγράψουν και να αποστείλουν τις εντυπώσεις τους στην Temmler. Ο Όλερ σχολιάζει: «Όπως το παλιό κόλπο των ντίλερ: η πρώτη δόση είναι δωρεάν».
Έχουμε πλέον να κάνουμε με μια χημική θύελλα προκειμένου να φτάσει η αποδοτικότητα στο απόγειό της. Οι γιατροί συνεργάζονται με τους χημικούς, η βιομηχανία παράγει μαζικά το λεγόμενο «ναρκωτικό του λαού», η χρήση της ουσίας από τους πολίτες του Τρίτου Ράιχ αυξάνεται κατά ενάμισι εκατομμύριο δόσεις ετησίως, και το 1941 στα στομάχια και στις φλέβες των Γερμανών θα εναποτεθούν πάνω από εκατό εκατομμύρια δόσεις Pervitin. Όλα για την ευεξία, όλα για την αποτελεσματικότητα. Ο σημαντικός ιστορικός και καθηγητής Γιοάν Σαπουτό [Johann Chapoutot, 1978] στο πρόσφατο πόνημά του Ελεύθερος να υπακούς — Το μάνατζμεντ από τον ναζισμό μέχρι σήμερα (μτφρ. Γιάννης Σιδέρης, εκδ. Άγρα) σημειώνει ότι για τους ναζί ο άνθρωπος της γερμανικής φυλής οφείλει να είναι αποδοτικός. «Αν χρειαστεί», γράφει, «η αποδοτικότητά του μπορεί να ενισχυθεί με τη βοήθεια της χημείας […] Κάτι που φαίνεται από τη μαζική κατανάλωση μεθαμφεταμινών, υπό τη μορφή χαπιών Pervetin, που συνταγογραφούνται στους εργάτες και στους στρατιώτες για να μένουν ξύπνιοι περισσότερες ώρες και να βελτιώνεται η πνευματική τους οξυδέρκεια και η φυσική δύναμη». Οι γιατροί στο Τρίτο Ράιχ συμμετέχουν σε μια επιχείρηση βιονομικού σχεδιασμού, θεωρώντας ότι ο αποδέκτης της θεραπείας δεν είναι το άτομο αλλά όλο το «σώμα» της λαϊκής «κοινότητας».
Ο Όλερ γράφει με ένταση, στη σελίδα 116 της Υπερδιέγερσης: «Δεν υπήρχε ανάπαυλα — μια χημική θύελλα διαρκείας είχε ξεσπάσει στον κεντρικό εγκέφαλο, ο οργανισμός απελευθέρωνε θρεπτικές ουσίες, συνέθετε γλυκόζη σε αυξημένες ποσότητες, έτσι που ο μηχανισμός λειτουργούσε σε εντατικούς ρυθμούς, τα πιστόνια κινούνταν όλο και πιο γρήγορα πάνω κάτω. Η αρτηριακή πίεση αυξήθηκε μέχρι και είκοσι πέντε τοις εκατό, οι καρδιές βροντούσαν στον κυλινδρικό χώρο του στήθους». Ναι, πρόκειται τωόντι για νοοτροπία υπερντοπαρίσματος, για ένα φαινόμενο συλλογικής παραίσθησης, που οδήγησε στη σύλληψη και εκτέλεση του λεγόμενου «κεραυνοβόλου πολέμου» [Blitzkrieg], και στη βουτηγμένη στη μεθαμφεταμίνη προέλαση της στρατιάς του περιβόητου στρατηγού Χάιντς Βίλχελμ Γκουντέριαν [Heinz Wilhelm Guderian, 1888 – 1954]. Σύμφωνα με τον καθηγητή ιστορίας της ιατρικής Δρ Πέτερ Στάινκαμπ [Dr Peter Steinkamp], ο κεραυνοβόλος πόλεμος βασίστηκε εξ ολοκλήρου στη μεθαμφεταμίνη (δες και το ντοκιμαντέρ του BBC4 με τον χαρακτηριστικό τίτλο World War Speed, εδώ).
Η ουσία θα λάβει το παρατσούκλι «Ξυπνητήρι», η αεροπορία του Τρίτου Ράιχ, η Λούφτβαφε, στην αρχή της λεγόμενης Μάχης της Αγγλίας, το 1940, θα παραγγείλει, μαζί με τη Βέρμαχτ, 35 εκατομμύρια (!) δόσεις για αρχή, και τα Pervitin θα αποκληθούν «άλας των πιλότων», «Χάπια Στούκα» και «Χάπια του Γκέρινγκ». Μόνον ένας (κατά τα άλλα ανάλγητος) αξιωματούχος φαίνεται να έχει κάποιες ανησυχίες. Ο επικεφαλής της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Ράιχ, ο ιταλοελβετικής καταγωγής Λεονάρντο Αμπρότζο Τζόρτζο Τζοβάννι Κόντι [Leonardo Ambrogio Giorgio Giovanni Conti, 1900-1945] θα διατυπώσει γραπτώς ανησυχίες για τη χρήση του Pervetin, την οποία δεν εγκρίνει και για την οποία έχει επισημάνει επανειλημμένως τις βλαβερές συνέπειες. Φυσικά, δεν εισακούεται. Το ναρκωτικό είναι όπλο του καθεστώτος, τόσο στα πεδία των μαχών όσο και στην καθημερινότητα των Γερμανών. Απλοί οπλίτες, νοικοκυρές, αξιωματικοί, εργάτες, οι πάντες θύουν στον βωμό της ευεξίας, της αποδοτικότητας, της αποτελεσματικότητας, της ταχύτητας. Ο Όλερ διαπιστώνει πόσο όλη αυτή η συστηματική παράκρουση διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στην σταδιακή αυτοδιάλυση του καθεστώτος. Αλλά και στην πολυτοξικομανία, την τρομώδη παράλυση, και τον αφανισμό του ίδιου του Φύρερ, του Αδόλφου Χίτλερ!
Ολοκληρώνουμε για την εμπρηστική και ολέθρια χρήση μεθαμφεταμίνης και άλλων διεγερτικών ουσιών στο Τρίτο Ράιχ, μια χρήση μαζικότατη και μάλιστα επικυρωμένη επισήμως με διατάγματα, η οποία επιβλήθηκε αρχικά για τις ανάγκες του λεγόμενου Κεραυνοβόλου Πολέμου (Blitzkrig), αλλά εν συνεχεία επεκτάθηκε ακόμα και στα νοικοκυριά, στους αξιωματούχους της Βέρμαχτ, στους βιομηχανικούς εργάτες, στα πληρώματα πολεμικών αεροσκαφών και υποβρυχίων, και, βέβαια, και στον ίδιο τον Φύρερ, μέσω μιας ιλαροτραγικής, παμπόνηρης και τυχοδιωκτικής φυσιογνωμίας, που άκουγε στο όνομα Τέοντορ Μορέλ [Theodor Gilbert Morell, 22 Ιουλίου 1886 – 26 Μαΐου 1948].
Σε αντίθεση με άλλους στενούς συνεργάτες του Χίτλερ, ο εν λόγω Μορέλ, δεν ασπάστηκε καν τις αποτρόπαιες «ιδέες» του εθνικοσοσιαλισμού, αλλά κατάφερε με πανούργους τρόπους να ανελιχθεί στη ναζιστική ιεραρχία και να γίνει ο προσωπικός γιατρός —ή μάλλον: ο προσωπικός ντίλερ— του δικτάτορα. Σύμφωνα με τα όσα μας λέγει ο Νόρμαν Όλερ στο εξόχως ενδιαφέρον πόνημά του Υπερδιέγερση/Τα Ναρκωτικά στο Τρίτο Ράιχ (μτφρ. Χρήστος Κοκκολάτος & Βασίλης Τσαλής, εκδ. Μεταίχμιο), ο Μορέλ δεν καταπιάστηκε σχεδόν ποτέ την σοβαρή ίαση των όποιων ασθενειών του Φύρερ, ήταν απλώς (!) επιφορτισμένος να του χορηγεί διεγερτικά όταν δέσποζε η ανάγκη ο «πελάτης» του να δείχνει σφριγηλός, ακαταπόνητος, ακοίμητος ηγέτης, υπηρέτης των συμφερόντων του γερμανικού λαού.
Αρχικά, ο Μορέλ υπέστη μιαν επίθεση από ελεεινούς τραμπούκους των Ταγμάτων Εφόδου [Sturmabteilung, SA] διότι είχε θεωρηθεί εκ λάθους Εβραίος. Τωόντι ο Μορέλ ουδεμία είχε σχέση με το πρότυπο της Αρίας Φυλής: ήταν παχύσαρκος, φαλακρός, μελαψός, με πλακουτσωτή μεγάλη μύτη, φοβερή τριχοφυΐα, ενώ η δυσάρεστη σωματική του μπόχα (κόντρα στους κανόνες υγιεινής!) τον καθιστούσε αντιπαθέστατο. Ο παμπόνηρος γιατρός έσπευσε να γίνει μέλος του Εθνικοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος [NSDAP], και να αρχίσει να κουράρει, ουσιαστικά με γιατροσόφια και ουσίες, σε συνδυασμό με μπόλικο αυτοσχεδιασμό, περίοπτες διασημότητες της μεσοπολεμικής εποχής: αγαπημένους πυγμάχους των ναζί, σταρ του κινηματογράφου, κορυφαίους επιστήμονες, διπλωμάτες, παράγοντες της οικονομίας. Όπως επισημαίνει ο Όλερ, «όλοι προσκυνούσαν τον Μορέλ, ο οποίος εξειδικευόταν σε νέες θεραπευτικές μεθόδους, ή, όπως έλεγαν οι κακές γλώσσες, σε θεραπευτικές μεθόδους για φανταστικές ασθένειες». Ο επιτήδειος ντόκτορ (που κάλλιστα μπορούμε να χαρακτηρίσουμε κομπογιαννίτη και τσαρλατάνο) τίγκαρε τους άρρενες πελάτες του με υπερβιταμινούχα ενέσιμα κοκτέιλ με τεστοστερίνη και τις θήλεις πελάτισσές του ομοίως με βιταμίνες και εκχύλισμα μπελαντόνας. Μέσω ενός άλλου επιτήδειου και τυχοδιώκτη, του φωτογράφου Χάινριχ Χόφμαν [Heinrich Hoffmann, 12 Σεπτεμβρίου 1885 – 15 Δεκεμβρίου 1957], ο Μορέλ γνωρίστηκε με τον Χίτλερ — αξίζει να σημειώσουμε εν παρόδω ότι μια άλλη γνωριμία με τη μεσολάβηση του Χόφμαν ήταν και αυτή του Φύρερ με την Εύα Μπράουν!
Ευθύς εξαρχής, ο Μορέλ άλλο δεν έκανε από το να ντοπάρει τον «Ασθενή Α» (όπως ονομάτισε τον Αδόλφο Χίτλερ στα ημερολόγιά του που διατηρούσε με αμείωτη συνέπεια). Ο Όλερ μάς αφηγείται ότι πριν από κάθε σημαντική ομιλία του Φύρερ, ο Μορέλ του χροηγούσε μια δυναμωτική ένεση, ενώ κάθε μικρό ή μεγάλο κλονισμό της υγείας του «Ασθενούς Α», τον αντιμετώπιζε, σβέλτα και καταστροφικώς επιφανειακά, με ενδοφλέβιες χορηγήσεις γλυκόζης και διεγερτικών. Κόπωση, κρυολόγημα, βράχνιασμα, προβλήματα πέψης, κολικοί του εντέρου, η όποια καμπή στην ικμάδα του Φύρερ, η κάθε φυσική και ψυχική του διαταραχή, καταπραΰνονταν (πάντα προσωρινά, πάντα με την επακόλουθη ανάγκη αύξησης της δοσολογίας και αλόγιστου, κομπογιαννίτικου πειραματισμού/αυτοσχεδιασμού) με ενέσιμες πανάκειες. Ο Όλερ σημειώνει: «Από τον Αύγουστο του 1941 έως τον Απρίλη του 1945, ο γιατρός εξέταζε το ασθενή του σχεδόν καθημερινά. Για 885 από αυτές τις 1349 μέρες υπάρχουν σημειώσεις. Χίλιες εκατό φορές είχαν εγγραφεί φάρμακα, είχαν προστεθεί άλλες σχεδόν οκτακόσιες ενέσεις, μία σχεδόν για κάθε μέρα που περνούσε. Πού και πού κολλούσε βελόνες με τάξη στις σημειώσεις, σαν να ήθελε να δημιουργήσει την εντύπωση διαφάνειας και ευσυνείδητης καταγραφής. Κι αυτό επειδή ο Μορέλ φοβόταν την Γκεστάπο· ήξερε ότι οι προσωπικοί γιατροί πάντοτε ζούσαν επικίνδυνα».
Μαθαίνουμε ότι η «πελατεία», και η οικονομική ευρωστία, του πανούργου Μορέλ είχαν πάρει την ανιούσα. Ο προσωπικός γιατρός του Φύρερ δεν ντόπαρε μόνο αυτόν αλλά και, μεταξύ άλλων, τη Λένι Ρίφενσταλ, τον Μουσολίνι, τους βιομήχανους Άουγκουστ Τίσεν και Άλφριντ Κρουπ, τονυς ισυχρούς υπουργούς Άλμπερτ Σπέερ και Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ, τον διαβόητο αρχηγό των Ες Ες Χάινριχ Χίμλερ.
Ο ίδιος ο Χίτλερ είχε διακηρύξει ότι «ο ναζισμός είναι εφαρμοσμένη βιολογία», όπως επισημαίνει ο ιστορικός Γιοάν Σαπουτό [Johann Chapoutot, 1978], στο σημαντικό πόνημά του Η πολιτιστική επανάσταση του ναζισμού (μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εκδ. Πόλις). Σε προσωπικό επίπεδο, ο αρχιβιολόγος του δικτάτορα, και ουσιαστικά, όπως είπαμε, πριβέ ντίλερ του, ήταν ο Τέοντορ Μορέλ. Καταγράφονται πάνω από ογδόντα (80!) παρασκευάσματα ορμονών, στεροειδών, και φαρμάκων, διανθισμένα με ψυχοτρόπες ουσίες, με εκχυλίσματα από καρδιά χοίρου μέσα σε φωσφορικό οξύ, με διαλύματα αδρεναλίνης, και με ναρκωτικά και οπιοειδή όπως το Eukodal και το Oxycodon — και μάλιστα σε συνθέσεις που κομπογιαννίτικα άλλαζαν μέρα με τη μέρα, ανάλογα με την περίσταση. Γίνεται λόγος για βιοχημικό προφυλακτήρα ανάμεσα στον Φύρερ και στον κόσμο, για βιοχημική περιχαράκωση, για ολική αυτοαναφορά, για μεγαλομανές τριπ, για μηχάνημα Φύρερ, για πολυτοξικομανία: ο Αδόλφος, όπως λογοπαίζει ο Όρελ, διολίσθησε σταδιακά από το Χάιλ στο Χάι!
«Στις 30 Απριλίου 1945», γράφει με λογοτεχνική έξαρση ο Όλερ, «γύρω στις 15:30, ο Ασθενής Α καταστράφηκε από το προσωπικό του σύστημα απώθησης της πραγματικότητας, από υπερβολική δόση ενός τοξικού μείγματος, της ύστατης, εξαρχής καταδικασμένης σε αποτυχία προσπάθειας να διαλύσει την υφήλιο μέσα σε μια απόλυτη παραίσθηση. Η Γερμανία, χώρα των ναρκωτικών, της φυγής από την πραγματικότητα και της κατάθλιψης, αναζητούσε τον σούπερ τζάνκι. Και στην πιο σκοτεινή της ώρα τον βρήκε στον Αδόλφο Χίτλερ».
Σχολιασμός: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης