Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΩΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΣΟΥ

Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΩΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΣΟΥ

Tory Dent, from "R.I.P., My Love" (HIV, Mon Amour)

Η ποιήτρια Tory Dent (1958-2005) διαγνώστηκε με HIV στα τριάντα της, και έτσι εξερεύνησε τις βάναυσες πραγματικότητες και τις ψυχοσυναισθηματικές περιπλοκές που επέρχονται όταν ζεις με μια μοιραία νόσο. Εξέδωσε τρία ισχυρά ποιητικά βιβλία: What Silence Equals (1993),  Black Milk (2005), και HIV, Mon Amour (1999). Την ανακάλυψα μέσω της Ελληνοκαναδής ποιήτριας Eva H. D., την οποία και ευχαριστώ θερμά. Σε μελλοντικά τεύχη της Αφηγηματικής Ιατρικής θα δημοσιεύσουμε και άλλα αποσπάσματα από το HIV, Mon Amour και το ποιητικό της έργο.

Η αγάπη μου για σένα, η αγάπη μου, για τους φίλους μου, λύεται κι επιπλέει,  

ξεκόβει και ξεκολλάει από μένα όπως οι σωλήνες ενδοφλέβιας έγχυσης

και των μόνιτορ καλώδια τα πλοκάμια ενός χταποδιού

που χτυπιούνται και δίχως βαρύτητα εκπτύσσονται,

καθώς με μια προσπάθεια φρανκεστάιν

κάνω ν᾽ απενεργοποιήσω τα μόνιτόρ μου,

τον διαρκή συναγερμό του ανθρώπινου πρωτότυπου

που το σώμα μου το ίδιο δεν παύει ν᾽ αποποιείται,

ενόσω σιμώνει κι άλλο ο θάνατος,

μια παρουσία καλοήθης. Στέκει με σεβασμό έξω

από τις περιμέτρους της ζωής μου

και προσαρμόζεται με τον τρόπο

που η προϊσταμένη νοσοκόμα έκανε των μόνιτορ

τις περιμέτρους να συντονίσουν τα φθίνοντα

ζωτικά μου σινιάλα έτσι ώστε να μπορώ

Κάπως να κοιμηθώ. Μιαν εγγύτητα αισθάνθηκα με το θάνατο,

μιαν επικοινωνία, ήταν πιο οικείος

απ᾽ ό,τι είχα ποτέ φανταστεί,

αυτό που πάντα έστελνα ως σινιάλο μου,

ο εαυτός που αποδίδουμε στη μυστηριώδη

και απολύτως διατεταγμένη ρομαντική αντίληψη για την απαρχή.

Προσπαθώ να πω ότι δεν ήταν αλλότριος.

Δεν ήταν αλλότριος, αλλά ούτε και νόστος ήταν.

Δεν υπήρχε θεός, άλλη χώρα, επέκεινα·

μήτε κεχριμπάρι, αμέθυστος, άβαταρ.

Αλλά μια αναστολή, ένα αντίο στην αναγνώριση

στα πατούμενα αυτών που αγαπώ,

σαν του Βαν Γκογκ τα άρβυλα,

ένα ζευγάρι αλλά μοναχικό

των αγαπημένων οι φωνές,

οι τόνοι τους, οι επιτονισμοί τους,

σαν κυκλοφορία, κλειστού κυκλώματος

αλλά αποτελεσματική. Μια ληθαργική

αλλά διαυγής παρηγορία ότι θα έφευγα,

αλλά δεν θα χανόμουν,

όχι με την έννοια του Γκαστόν Μπασλάρ,

που υπονοεί σταδιακή εξάλειψη·

τίποτα απ᾽ αυτά.

Το αντίθετο μάλιστα: επέκταση αλλά

δίχως τ᾽ όραμα των πιονέρων.

Αυτό που «εαυτό» θεωρούμε

επεκτάθηκε, αλλά δεν θα έλεγα με τρόπο φτερωτό,

πάνω από ένα τοπίο βάναυσων διαδράσεων

όπως στον Ιερώνυμο Μπος

και σωματικού πόνου

και συναγερμών αυτοκινήτων

και του διηνεκούς δράπανου

της απογοήτευσης

η επιτακτική καταγωγικότητα

της καθημερινότητας που καθημερινά

κοιτάς προσεκτικά

πάνω ή κάτω το δυσοίωνο κλιμακοστάσιό της,

αναγουλιάζοντας από τον ίλιγγο

μαζεύοντας σαν στάχυα

τα στοιχειώδη χαρακτηριστικά

του σθένους, του θάρρους, της καινοτομίας,

και τα παραλλάσσεις στο μέγιστο βαθμό

σαν μια ιλαρή επέλαση μούφα οργασμών.

Ως υπέρβαση

ενδεχομένως το όριζε ο Έμερσον.

Προσπαθώ αυτό να πω: δεν ήταν κάτι μοναχικό.

Σχολιασμός: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης