Και τι δεν οφείλουμε στον Μαρσέλ Προυστ! Καταβυθιζόμενος στο αχανές ορυχείο του χρόνου, εξόρυξε μνήμες, έγινε ο ίδιος μνήμη —όπως ο Γκλεν Γκουλντ δεν έπαιζε πιάνο αλλά γινόταν ο ίδιος πιάνο— και απελευθέρωσε δυναμικούς τρόπους με τους οποίους μπορούμε ν᾽ αδράξουμε τη στιγμή, να τανύσουμε τα δευτερόλεπτα, να ερωτοτροπήσουμε διά των λέξεων με την αιωνιότητα.
Ο σημαντικότατος Πορτογάλος συγγραφέας Αντόνιο Λόμπο Αντούνες [António Lobo Antunes, Λισαβόνα, 1942] συνθέτει το έργο Πάνω στα ποτάμια που κυλούν (μτφρ. Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Πόλις) στην παρτιτούρα του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Αντιμέτωπος με το σκοτεινό φάσμα του θανάτου, ο Αντούνες θα εκθειάσει τη ζωή: ο Doctor Death θα ηττηθεί, μέσα από τις καλειδοσκοπικές παραγράφους του δημιουργού, από τη Lady Life. «Κι ο θάνατος δεν θα ᾽χει πια εξουσία» (And death shall have no dominion, μπόρεσε να ψάλλει ο μέγας Ντύλαν Τόμας).
Στα Ποτάμια παρακολουθούμε μια παράφορη, κι ωστόσο συστηματικά αρθρωμένη, celebration του ζην. Με φράσεις εκθαμβωτικές, ψυχεδελικές, υπερρεαλιστικές, ποιητικές, πάντα με φιλοσοφικό υπόβαθρο, ενίοτε και φαντασμαγορικές μες στον στραφταλιστό λυρισμό τους, ο Αντούνες μετατρέπει το χρονικό της νόσου σε άσμα ασμάτων της ίασης. Το κέφι του είναι σπαρακτικά εκπληκτικό και εκπληκτικά σπαρακτικό. Το χιούμορ του είναι μια διδαχή αισιοδοξίας.
«Ολόκληρος ο κόσμος είναι δικός μου», ξεσπάει ο καρκινοπαθής στο κρεβάτι του νοσοκομείου, «κανένα αστέρι δεν κινείται αν δεν το διατάξω εγώ» (σ. 13). Επίσης: «… και για δευτερόλεπτα η γλυκύτητα του αρώματος και η γεύση της ζωντανής σάρκας, η λέξη γιος είχε νόημα, είμαι ο γιος σας και όταν λέω μητέρα λέω ένα πράγμα αληθινό όπως η λέξη φλιτζάνι ή η λέξη σκεπή, όχι η λέξη θάνατος» (σ. 19).
Ξέρουμε ότι ο Αντούνες σπούδασε ιατρική και ειδικεύτηκε στη ψυχιατρική. Είναι εξοικειωμένος με τις τεχνικές και τον πλούτο της αυτόματης γραφής [écriture automatique]που εισήγαγε ο leader του υπερρεαλισμού Αντρέ Μπρετόν [André Breton, 1896-1966], ο οποίος επίσης έκανε σπουδές ιατρικής και εξοικειώθηκε με τις θεωρίες (και τις πρακτικές) του Ζίγκμουντ Φρόιντ. Χρησιμοποιεί λοιπόν τις τεχνικές αυτές προκειμένου να ανισταθεί στο μοιραίο, να αναγκάσει το τετέλεσται να ωχριά μπροστά στο γίγνεσθαι μέσα από ένα ξεφάντωμα, ένα γιορτάσι, ένα γλέντι λέξεων/εικόνων/ήχων.
Οι λέξεις χρωματίζονται, οι μνήμες μελοποιούνται, ο χρόνος γίνεται μια μεγαλειώδης σαρκαστική και σπαρταριστή όπερα, ένας αίνος στον οίνο της ζωής. Κι ο Έρωτας γελάει και χορεύει τρέποντας σε φυγή τον Καμπούρη με το Δρεπάνι. «Μείνε μαζί μου μυρωδιά», θα γράψει ο Αντούνες — μια από τις άφθονες επικλήσεις στις αισθήσεις που συνιστούν το αλφαβητάριο της ζωής.
Το έργο Πάνω στα ποτάμια που κυλούν παρουσιάζεται σαν χρονικό των εικοσιτετραώρων ανάμεσα στις 21 Μαρτίου και τις 4 Απριλίου του 2007, δεν χρησιμοποιείται τελεία ώστε να είναι αδιάκοπη των λέξεων η ροή που κατοπτρίζει τη ροή του χρόνου, ενός χρόνου ωστόσο που διόλου δεν είναι γραμμικός, απεναντίας παρελθόν, παρόν και μέλλον συμπλέκονται, ανακατεύονται, αλληλοπεριχωρούνται.
Ακόμα και οι πιο ανεπαίσθητοι ήχοι, που μας διαφεύγουν μες στο τρεχαλητό της καθημερινότητας, αποκτούν σημασία και υπόσταση: «— Ακούς την ουρά της γάτας που κουνιέται;» (σ. 45 & σ. 47 & σ. 51). Τα αντικείμενα, τα πράγματα, μουρμουρίζουν και επιμένουν (σ. 40). Ο καρκίνος δε λέγεται καρκίνος αλλά ένας αχινός μέσα στο σώμα (σ. 61, και αλλού).
Πηγές, βουνά, βατόμουρα, αμπέλια, ρείκια, πεύκα, ποτάμια, πεταλούδες, καστανιές, κουρούνες, ευκάλυπτοι, λουλούδια, γάτες, χορτάρια, αλλά και ρολόγια, χτένες, γραβάτες, καρφιά, γυαλιά, ζαχαρωτά, ποτήρια, απλά και καθημερινά αντικείμενα, ζωντανεύουν, έχουν φωνή, μιλάνε, επανέρχονται στη μνήμη, τραγουδάνε, χορεύουν, κατακλύζουν τον νου, αποκτούν απρόσμενες ιδιότητες και διαστάσεις. Ακόμα και οι τεθνεώτες, μέσα από τις λέξεις και τις ενθυμήσεις, ζωντανεύουν, κι έτσι ο Αντούνες μπορεί να αποφανθεί αφοριστικά: « Όποιος επιμένει ότι οι νεκροί δεν ζουν δεν γνωρίζει τον κόσμο» (σ. 133).
Ο πάσχων επιστρατεύει τα πάντα προκειμένου να ιαθεί, να ξαναγυρίσει στον παλμό της ζωής. Τα παιδικά χρόνια γίνονται οπλοστάσιο. Κάθε εικόνα, που είχε άλλοτε λησμονηθεί, επανέρχεται στην οθόνη του νου. Γράφει ο Αντούνες: «Τι με δένει μ᾽ αυτό και με κάνει να επιστρέψω, χωρίς να το καταλαβαίνω, σ᾽ αυτό που νόμιζα ξεχασμένο, η ρόμπα της γιαγιάς σ᾽ ένα καρφί, ένας μεθυσμένος που ψάχνει τα χέρια του μέσα στις τσέπες του, τα παρατάει και συνεχίζει τον δρόμο του με άδεια μανίκια, ο νοσοκόμος» (σ. 163).
Ένα θαυμάσιο και θαυμαστό εγκώμιο της ζωής, του έρωτα, της αγάπης, της κατάφασης. Και ένας θρίαμβος της δημιουργικής φαντασίας! Αξίζουν εύγε στην έμπειρη μεταφράστρια Μαρία Παπαδήμα και στον επιλεκτικό εκδότη Νίκο Γκιώνη για τούτη την πολύτιμη προσφορά.
Σχολιασμός: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης