ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΤΣΟΣ #2: PAR COEUR / ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ 18ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΑΡΔΙΑΚΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ 2017

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΤΣΟΣ #2: PAR COEUR / ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ 18ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΑΡΔΙΑΚΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ 2017
Ο στοχαστής και ποιητής Γιώργος Βέλτσος (Αθήνα, Οκτώβριος 1944) μας έδωσε τη φιλική άδεια να δημοσιεύσουμε εδώ ένα αυτοβιολογικό κείμενό του, εξόχως ενδιαφέρον για όσους θητεύουν στην Αφηγηματική Ιατρική. Το δημοσιεύουμε σε συνέχειες, και είμαστε βέβαιοι ότι θα προκαλέσει γόνιμες συζητήσεις. Εν καιρώ, θα το παρουσιάσουμε και ζωντανά στα σεμινάριά μας, ευελπιστούμε με την παρουσία του ίδιου του Βέλτσου για να συνομιλήσουμε μαζί του. Σήμερα, η δεύτερη συνέχεια.

Κυρίες και κύριοι, σας κοινοποιώ απόψε, εκτός από το στίγμα μιας πορείας στη διδασκαλία ή τη δημοσιογραφία, το στίγμα — θα έλεγα το πάθημα της εμπειρίας μου με τη γλώσσα, που με ανατοποθετεί. Το πάθημα, δώρο της τύχης μάλλον παρά του κανόνα, δώρο σταλμένο από ένα καταγωγικό προ-εκφραστικό στρώμα, το οποίο μου επιβάλλει τη βασανιστική σχέση μου με την έκφραση, εφόσον τα πράγματα βρίσκονται ειπωμένα από μια ομιλία ή μια σκέψη που δεν είναι δικές μας αλλά είμαστε δικοί τους. Σας προσκαλώ να μην αντισταθείτε σ' αυτή τη φαινομενολογική αρχή, και να αναγνωρίσετε την άνευ όρων παράδοσή σας στη γλώσσα, προτού η ίδια σας καταπιεί. Θα ευχόμουν, η αποψινή μας επικοινωνία να μην περιοριστεί μόνο στην ανταλλαγή, αλλά και στη σύμπτωση και την ηχώ, γιατί ο άνθρωπος δεν μιλά μόνο για να ανακοινώσει κάτι, αλλά για να ακούσει στερεοφωνικά και την ίδια του τη φωνή, δηλαδή τα παθήματά του. Ένα «θέλειν ειπείν» που, ενώ το εύχεται, δεν το κατορθώνει και συνεχίζει.

Στα 1876, ο Κλωντ Μπερνάρ τόνιζε ότι «ο κοινός νους υποδεικνύει πώς αν γνωρίζουμε πλήρως ένα φυσιολογικό φαινόμενο, οφείλουμε να είμαστε σε θέση να επιληφθούμε όλων των επιπλοκών που μπορεί αυτό να υποστεί στην παθολογική του κατάσταση». Με αυτόν τον τρόπο δήλωνε πως η ασθένεια δεν είναι μόνο δυσαρμονία και ανισορροπία αλλά κυρίως, η προσπάθεια της φύσης να επιτύχει διαμέσου της νόσου μια νέα ισορροπία, μια που η παθολογική κατάσταση δεν είναι παρά μια ποσοτική τροποποίηση της κανονικής κατάστασης.

Αυτά για τον κοινό νου. Τι θα υπεδείκνυε όμως, ένας ιδιότροπος νους —έστω ο Σαρλ Μπωντλαίρ— όταν προέκρινε την παθολογική κατάσταση ως προϋπόθεση της τέχνης, (ό,τι —λίγα χρόνια αργότερα— ο Μαλλαρμέ είχε περικλείσει στη ρήση «Η καταστροφή υπήρξε η Βεατρίκη μου»);

Ο ιδιότροπος νους λοιπόν, θα ωφελείτο από το πάθημα και το σφάλμα που δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ίδια τη ζωή. Διότι μόνο η ζωή είναι αυτό που μπορεί να σφάλλει και που μπορεί να αναγνωρίσει ότι τα ίδια προβλήματα δεν γεννιούνται αναγκαστικά στο έδαφος που βρίσκουν τη λύση τους. Το πρόβλημα του σφάλματος, στο πιο βασικό επίπεδο της ζωής, δηλαδή στο παιχνίδι του κώδικα και της αποκωδικοποίησης, της τύχης και της αναγκαιότητας, της πληροφορούσας πληροφορίας και της πληροφορημένης πληροφορίας, συνιστά γεγονός ύψιστης σημασίας για τον παθολόγο εκείνο που θέλει να προβληματοποιήσει τη σχέση του με την ασθένεια και τον εαυτό του. Που οδηγείται δηλαδή, παρά τον επαγγελματικό του φόρτο, εκών-άκων στην ψυχαναλυτική «μεταβίβαση», ιδιαίτερης αξίας όμως για τη θεραπεία του ασθενούς του.

Ο Ζωρζ Κανγκιλέμ, φιλόσοφος και γιατρός, στο βιβλίο του Το κανονικό και το παθολογικό αναλύοντας έναν νέο τρόπο με τον οποίο προσδιορίστηκε η υγεία και η ασθένεια στις αρχές του 19ου αιώνα, έδειξε ότι τα επιστημολογικά θεμέλια της βιολογίας και της ιατρικής δεν εξαρτώνται μόνο από την τεχνολογική πρόοδο, αλλά και από μια μεταηθική θεώρηση της ασθένειας στην καρδιά ωστόσο του όρκου του Ιπποκράτη που δώσατε.

Ποιο είναι το ηθικό ζητούμενο που συνοδεύει τη θεραπεία; Να υποστηρίζεται από μια ιστορική οντολογία του εαυτού μας, που πέρα από τις τυπικές δομές ενός ιατρικού πρωτοκόλλου, αναζητά και μια ιστορική διερεύνηση των συμβάντων που μας έχουν οδηγήσει στο να συγκροτηθούμε ως γιατροί ή ως επικοινωνιολόγοι, ως ασθενείς ή υγιείς.

Γράφει λοιπόν ο Κανγκιλέμ: «Θα αισθανόταν κανείς πολύ έντονο τον πειρασμό να καταγγείλει μια σύγχυση ανάμεσα στη σκέψη και στη φύση, να διαμαρτυρηθεί ότι αποδίδουμε στη φύση τα διαβήματα της σκέψης, να επισημάνει ότι το σφάλμα προσιδιάζει στην κρίση, ότι η φύση μπορεί να είναι μάρτυρας αλλά ποτέ δικαστής. Απ᾽ ό,τι φαίνεται τα πάντα συμβαίνουν, ως εάν (...) τα ένζυμα να γνώριζαν ή να έπρεπε να γνωρίζουν τις αντιδράσεις σύμφωνα με τις οποίες η χημεία αναλύει τη δράση τους και να μπορούσαν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ή σε συγκεκριμένες στιγμές να αγνοούν μία από αυτές ή να παρερμηνεύουν τη διατύπωσή της. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ιστορία της πληροφορίας δεν κατακερματίζεται και αφορά τόσο την ίδια τη γνώση, όσο και τα αντικείμενά της: την ύλη ή τη ζωή. Υπ᾽ αυτήν την έννοια το να γνωρίζεις, έγκειται στο να πληροφορείσαι, να ξέρεις να αποκρυπτογραφείς ή να αποκωδικοποιείς. Δεν υπάρχει λοιπόν διαφορά ανάμεσα στο σφάλμα της ζωής και το σφάλμα της σκέψης, ανάμεσα στο λάθος της πληροφορούσας πληροφορίας και της πληροφορημένης πληροφορίας. Είναι η πρώτη που παρέχει το κλειδί της δεύτερης».

Με αυτές τις σκέψεις ένας λάθος άνθρωπος παίρνει το λόγο σε ένα Συνέδριο, παρέχοντας την προσωπική του εμπειρία ανάμεσα στο λάθος της πληροφορούσας πληροφορίας της ασθένειάς του και της πληροφορημένης πληροφορίας των συνέδρων-ιατρών. Μπαίνει επιπλέον στον πειρασμό να τους προτείνει το παθολογικό ως ανοσοποιητική αντίδραση απέναντι στο κανονικό, διότι συμβαίνει να είναι άρρωστος κανείς, αν δεν αρρωσταίνει. Συμβαίνει δηλαδή, ο υποτιθέμενος υγιής μέσα στον υπερπροστατευμένο χώρο της πρόληψης και του εμπορεύσιμου υγιεινισμού, να χάσει όχι μόνο τις άμυνες του οργανισμού, καθιστάμενος δυνητικά ανοσοελλειμματικός. Να χάσει όμως και το ψυχικό του σθένος επιβιώνοντας μέσα σε ακραία φαινόμενα της καταστροφής, εννοούμενης «ως ανώμαλης τροπής των πραγμάτων» (π.χ. η ελληνική κρίση). Στον καπιταλισμό παρά ταύτα όπου η τρομοκρατία, οι ασθένειες, η κρίση, το κραχ, το Μπρέξιτ εμφανίζονται ως ανορθολογικά επεισόδια, παραμένουν ωστόσο επεισόδια αναμενόμενα, διότι μέσα τους περικλείεται η λογική του συστήματος: μια και μόνο τρομοκρατική ενέργεια μας οδηγεί στο να επανεξετάσουμε όλο το πολιτικό υπό το πρίσμα της τρομοκρατίας, ένας μόνο μολυσματικός ιός, όπως το AIDS, μας αναγκάζει να δούμε όλο το φάσμα των ασθενειών υπό το πρίσμα της ανοσοελειμματικής υπόθεσης. Οι λοιμοξιολόγοι γνωρίζουν καλύτερα από όλους μια νέα παθολογία, γέννημα της απολύμανσης και της αντιβίωσης. Και επειδή «ό,τι ζει από το ταυτό θα χαθεί από το ταυτό», η καταστροφή, δηλαδή η έλλειψη ελέγχου, ενδέχεται να αποδειχθεί και σωτηρία. Διότι η αληθινή καταστροφή θα ήταν εκείνη της πανταχού παρουσίας όλων των δικτύων μιας πλήρους διαφάνειας της πληροφόρησης ή της απόλυτης επιτυχίας της φαρμακολογίας από την οποία μας προστατεύει ο ιός. Χάρη σ᾽ αυτόν δεν πρόκειται να φτάσουμε κατευθείαν στο τέρμα της πληροφόρησης ή της ιατρικής που θα ήταν ο θάνατος. Εξ ου και οι αντιδράσεις απέναντι στην κλινική, κοινωνική και πολιτισμική ιατρογένεση ή την πληροφορική υπερεπικοινωνία. Αυτές συνιστούν τη Νέμεση.

Η ζωή αγωνίζεται να κερδίσει εις βάρος του θανάτου με όλες τις έννοιες της λέξης «κερδίζω». Και πρώτα από όλα με την έννοια του κέρδους από ένα παιχνίδι του οποίου το λάθος είναι μέρος του. Αυτή η ζωή στα όρια κανονικού και μη κανονικού, ορθού ή λάθους είναι φυσικά μια επιπλέον ζωή ή και μια επιζωή, δηλαδή μια επιβίωση την οποία πρέπει να μάθεις να τη ζεις. Διότι μαθαίνεις να επιβιώνεις, δεν σημαίνει μόνο «συνετίζεσαι» και συμφιλιώνεσαι με τη θνητότητά σου. Σημαίνει επίσης και δοκιμάζεσαι, ρισκάρεις, ενοχλείς το προστατευτικό ένστικτο αυτοσυντήρησης με διαταρακτικές επιλογές ζωής: έναν έρωτα, μια εξέγερση, ένα ποίημα.

Ο Τένεσσυ Ουίλλιαμς έλεγε πως η ζωή του είναι πλασμένη από αυτό που συμβαίνει λεπτό προς λεπτό στα νεύρα του. Αυτός ο μεγαλοφυής μέθυσος και όχι ο συντηρητικός αστός, θέτει το ερώτημα του Σπινόζα: «Δεν ξέρουμε καν τι δύναται ένα σώμα».

Ξέρουμε τί δύναται ένα σώμα; Ε, λοιπόν ξέρουμε! Ο πνευμονοπαθής, μέγας γάλλος φιλόσοφος Ζιλ Ντελέζ, σε μια κρίση δύσπνοιας, άνοιξε το παράθυρο και έπεσε. Ο Βαν Γκογκ έκοψε το αυτί του. Ο Δημήτρης Μητρόπουλος πέθανε από συγκοπή στο πόντιουμ.

Γνωρίζω ότι η υπαρξιακή ουσία διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στις ανώτερες σφαίρες της νευρολογίας (την τέχνη) και ότι η εμπλοκή της προσωπικότητάς μου δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από τη μελέτη της ασθένειας και της ταυτότητάς μου. Και μάλιστα, υπό τη μορφή της προσωπικής κατάθεσης μιας αφήγησης εφόσον το λεγόμενο «ιστορικό περιπτώσεως» δεν λέει τίποτα για το άτομο και την ιστορία του. Αυτήν την προβληματική έθεσα στον εαυτό μου προκειμένου να αποφύγω την θεαματική συνεισφορά στο Συνέδριό σας. Διότι, όπως προ 65 ετών ήμουν το θέαμα —αλλά τότε δεν το είχα αποφασίσει εγώ, όταν ο καθηγητής Σπυρόπουλος με εξέθετε στη θέα των φοιτητών σ' ένα από τα αμφιθέατρα της Ιατρικής ονομάζοντας το νόσημα ως νευροτρόπο λοίμωξη και προτείνοντας εκτός από τη χρυσομυκίνη, και την ακτινοβολία—, τώρα είμαι ο εκθέτης.

Σχολιασμός: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης