AT WAR WITH MY SKIN

AT WAR WITH MY SKIN

Καμιά φορά επινοούμε τον Εχθρό, ιδίως όταν τείνουμε να τα βάζουμε με τον εαυτό μας, ή όταν χρειαζόμαστε μιαν απειλή για να αφυπνιστούμε και να οργανώσουμε τις άμυνές μας. Πράγματι, τι θα κάναμε χωρίς τους Βαρβάρους; Άλλοτε, ωστόσο, μας επινοεί ο Εχθρός. Μας επιλέγει, μας επιτίθεται, μας αιφνιδιάζει. Η διαλεκτική θέλει να επινοούμε τον Εχθρό που μας επινοεί ώστε να τον υπερβούμε ή έστω να συγκατοικήσουμε εντέλει μαζί του σε μια διαρκή εγρήγορση — ας θυμηθούμε, για λόγους διδακτικής ιλαρότητας, τον φουκαρά Κινέζο υπηρέτη του Επιθεωρητή Κλουζώ, στον σπαρταριστό Ροζ Πάνθηρα: ο Πίτερ Σέλερς τον έχει διατάξει να του επιτίθεται αιφνιδιαστικά με καράτε μέσα στο ίδιο του το σπίτι ώστε να δοκιμάζει τα αντανακλαστικά του!

Όταν η ψωρίαση, ως ο Εχθρός, επιτίθεται στον φοβερό και τρομερό συγγραφέα Τζον Απντάικ [John Updike, 1932 – 2009], ο συγγραφέας         θα γίνει πολέμαρχος, κομάντο, σνάιπερ, στρατηλάτης. Ανήκει άλλωστε στη γενιά των bigger than life, στην στρατιά των Αποφασισμένα & Αποφασιστικά Μεγάλων, των εμμονικών με το Great American Novel, των Επαγγελματιών Απτόητων, αυτών που βρέθηκαν στηn αδυσώπητη μέγγενη που η μία της μεταλλική σιαγόνα ήταν ο Έρνεστ ῾῾Πάπα᾽᾽ Χέμινγουεϊ (που τα έκανε όλα, τα ήπιε όλα, τα όρθωσε όλα, τα σάρωσε όλα, και έγινε ο Μέγας Ανυπέρβλητος) και η άλλη τα Σίξτις (που, συλλογικά πια, αμφισβήτησαν τα πάντα, καρναβάλισαν τα πάντα, γιόρτασαν τα πάντα, εκθείασαν τον Διόνυσο, θέλησαν το πέρασμα από την οδύνη στην ηδονή).

Στολή του Στρατηγού Απντάικ έγιναν τα αψεγάδιαστα, εκτυφλωτικά κομψά κοστούμια, αυτή ήταν η πανοπλία του. Υπασπιστής του ήταν ο Λαγός. Όχι το alter ego του, αλλά ο περίοπτα φανερός Μυστικός Πράκτοράς του. Αυτός που χρησιμοποιήθηκε στον σφοδρό πόλεμο του Συγγραφέα με τον Εχθρό, με τη νόσο, με την ψωρίαση — μια αρρώστια, όπως είπαμε στα προηγούμενα τεύχη, ελάχιστα δημοφιλή, απολύτως μη φωτογενή, οδυνηρά ύπουλη και ύπουλα οδυνηρή.

Και ο Απντάικ αρχίζει τον πόλεμο ήδη από τα έξι του χρόνια, τότε που τον πλήττει η νόσος. Δοκίμασε τα πάντα: αλοιφές και γιατροσόφια, δίαιτες και διαλογισμό. Επί ματαίω. Αντιλήφθηκε ιδιοφυώς ότι «η ψωρίαση, αυτός ο ερυθρόλευκος εχθρός, ήταν αυτός ο ίδιος» (βλ. Σέρχιο δελ Μολίνο, Το Δέρμα, μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου, εκδ. Ίκαρος, σσ. 72-96). Θα γράψει το κείμενο Σε Πόλεμο με το Δέρμα μου [At War with my Skin]. Θα κάνει λάγνο τον Λαγό, θα τον κάνει πρωταγωνιστή σε καταχειροκροτούμενα και πολυβραβευμένα μυθιστορήματα (μόνο το Νόμπελ του ξέφυγε!), θα τον ρίξει σε αλλεπάλληλες μάχες — ενώ ο ίδιος ο Συγγραφέας θα επιδοθεί σε στρατηγικές απόκρυψης (μακριά μανίκια, φουλάρια, γραβάτες, σακάκια, κοστούμια, και, ω ναι!, ένα σχεδόν μόνιμο ακαταμάχητο χαμόγελο θριάμβου), το δημιούργημά του, ο Λάγός, θα μάχεται στην άγρια ζούγκλα, στην πρόζα του δημιουργού του, τρέχοντας άσκοπα, πηδώντας αλλεπάλληλες γυναίκες, όντας απρόβλεπτος όπως κάθε κομάντο που δρα απέναντι σε έναν υπέρτερο αντίπαλο.

Γράφει ο Μολίνο: «Ο Λαγός όμως ήταν κάτι πολύ πιο βαθύ και τερατώδες: ήταν αυτό στο οποίο θα κατέληγε και ο ίδιος [o Απντάικ] αν άφηνε τη νόσο να τον κυριεύσει. Δίχως πολεμική στρατηγική, δίχως πειθαρχία, δίχως τη λατρεία του θεού Ήλιου, ο Τζον Απντάικ θα ήταν ένα κτήνος που διασχίζει τον αυτοκινητόδρομο τη νύχτα, τυφλωμένο από τα φώτα του αυτοκινήτου που οδηγεί ο ίδιος ο Απντάικ».

Θέλει κότσια, θέλει guts. Και θέλει οργάνωση, επιτελικό σχέδιο, τακτική και στρατηγική, αλλιώς τα guts σε οδηγούν σε μετωπική με την νταλίκα της νόσου. Το θάρρος, όταν δεν συνοδεύεται από τη διαλεκτική, είναι ένας μπουνταλάς του ολέθρου, φλερτάρει με την αυτοκαταστροφή, γίνεται ένας χαζοζαρούμενος μουτζαχεντίν της νίλας. Αλλά ο Απντάικ ανήκει στη γενιά των Γιγάντων που γνωρίζουν τι εστί Δόλος του Λόγου, που έχουν πάρει χαμπάρι ότι Χέγκελ και Κλαούζεβιτς πάνε μαζί, χέρι με χέρι — ανήκει στη γενιά του Νόρμαν Μέιλερ και του Φίλιπ Ροθ και του Γκορ Βιντάλ, τη γενιά αυτών που με το δεξί έπαιζαν μποξ με το Θάνατο και με το αριστερό έκαναν κωλοδάχτυλο στο Θεό, και τούμπαλιν, στη γενιά που τόσο μόχθησε να υπερβεί ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας (ο οποίος, πάντως, και αυτός πάλεψε θαρραλέα και στρατηγικά με μιαν άλλη νόσο: τον εθισμό — τον εθισμό στις ουσίες, τον εθισμό στην απάθεια, τον εθισμό στην τηλεόραση, τον εθισμό στην έκπτωση των αξιών).

Ο Σέρχιο δελ Μολίνο το λέει καλά: «Αν η ψωρίαση ήταν ένα γενετικό ελάττωμα που συνίστατο στο ότι το σώμα παράγει περισσότερα δερματικά κύτταρα απ᾽ όσα μπορεί να υποστηρίξει —εξ ου και συσσωρεύονται σε φολίδες και σε πλάκες—, η νόσος ήταν η μετουσίωση της ίδιας του της ύπαρξης. Υπήρχε περισσότερη περσόνα απ᾽ αυτή που η ίδια η περσόνα του μπορούσε να υποστηρίξει. Σαν υπερδύναμη, η ψωρίαση του έδωσε το χάρισμα της ιδιοφυΐας».

Ας το επαναλάβουμε, τρις, σαν μάντρα και μαγγανεία, κι ας το συλλογιστούμε: σαν υπερδύναμη, η ψωρίαση του έδωσε το χάρισμα της ιδιοφυΐας / σαν υπερδύναμη, η ψωρίαση του έδωσε το χάρισμα της ιδιοφυΐας / αν υπερδύναμη, η ψωρίαση του έδωσε το χάρισμα της ιδιοφυΐας!

ΥΓ. Δες και το: https://www.newyorker.com/magazine/1985/09/02/at-war-with-my-skin

 

Σχολιασμός: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης