Ξέρουμε ότι πολλοί δημιουργοί αντιμετώπισαν την ασθένεια με σθένος, και δεν είναι τόσο παράδοξο αυτό όσο ίσως φαίνεται. Ο ιατρικός έρωτας (medical eros), όπως τον έχει ορίσει ο Ντέιβιντ Μόρις στο θεμελιώδες πόνημά του Έρωτας και Ασθένεια (εκδ. Παπαζήση) ωθεί τον νοσούντα σε μιαν επιστράτευση όλων του των δημιουργικών δυνάμεων, ερειδόμενη, ως φαίνεται, στην πύκνωση του χρόνου που βιώνει.
Ξέρουμε ότι ο Χρήστος Βακαλόπουλος (17 Ιανουαρίου 1956 - 29 Ιανουαρίου 1993), αντιμέτωπος με το φάσμα του θανάτου, κατόρθωσε να γράψει το καλύτερο βιβλίο του, τη Γραμμή του ορίζοντος (εκδ. Εστία) και να σκηνοθετήσει, συνεργαζόμενος με τον αείμνηστο Σταύρο Τσώλη, τη θαυμάσια, θρυλική πια, ταινία Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε (1992).
Ο Ρέιμοντ Κάρβερ και ο Νίκος Καρούζος έγραφαν ποιήματα μέχρι την ύστατη στιγμή. Ο Ντέιβιντ Μπάουι συνέθεσε και ηχογράφησε κρυφά το καλύτερό του άλμπουμ, το Black Star, χτυπημένος από την ασθένεια, και διευθέτησε έτσι τα πράγματα ώστε να κυκλοφορήσει στα εξηκοστά ένατα γενέθλιά του, στις 8 Ιανουαρίου του 2016, μόλις δύο ημέρες πριν από το θανατό του. Έτσι, δώρισε τη διαθήκη του στην ανθρωπότητα.
Ομοίως, ο Ρομπέρτο Μπολάνιο, όπως γράφαμε και στο προηγούμενο τεύχος της Αφηγηματικής Ιατρικής, όχι μόνο δεν πτοήθηκε από τη νόσο αλλά μπόρεσε, με θαυμαστό πείσμα, να ολοκληρώσει το αριστούργημά του, το πεντάτομο 2666 (μτφρ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. Άγρα). Άφησε, επίσης, επιμελημένο και έτοιμο για το τυπογραφείο το έργο του Ο Ανυπόφορος Γκάουτσο (μτφρ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. Άγρα), που περιέχει τέσσερα διηγήματα και δύο διαλέξεις, όπου περιέχεται και το δοκίμιο/διάλεξη «Λογοτεχνία + Ασθένεια = Ασθένεια», για το οποίο κάναμε λόγο στο προηγούμενο τεύχος, και από το οποίο θα παραθέσουμε επιλεγμένα αποσπάσματα.
Το να γράφεις για την ασθένεια, ειδικά αν είσαι άρρωστος, μας λέει ο Μπολάνιο, είναι μαρτύριο, είναι πράξη μαζοχισμού ή/και απελπισίας. Αλλά μπορεί να είναι και κάτι εξόχως απελευθερωτικό. Ναι, να είναι ένα είδος ελευθερίας: «Το να γράφεις άσχημα, να μιλάς άσχημα, να αγορεύεις για τεκτονικά φαινόμενα σε ένα δείπνο ερπετών, τι απελευθερωτικό που είναι και πόσο το αξίζω να εκθέσω τον εαυτό μου στη συμπόνια των άλλων και μετά να βρίζω δεξιά και αριστερά, να φτύνω καθώς μιλώ, να εξαφανίζομαι αδιακρίτως, να μετατρέπομαι σε εφιάλτη των αδικαιολόγητων φίλων μου, να αρμέγω τη γελάδα και μετά να χύνω το γάλα στο κεφάλι μου, όπως λέει ο Νικανόρ Πάρρα σε έναν υπέροχο και συνάμα μυστηριώδη στίχο» (σ. 164-5).
Μετά, μας μιλάει περί τρυφερότητας: «Τρυφερότητα, μελαγχολία, αισθήματα χαρακτηριστικά ενός ερωτευμένου κάπως γελοίου, και άκρως ακατάλληλα εάν τα νιώθεις στα εξωτερικά ιατρεία ενός νοσοκομείου της Βαρκελώνης» (σ. 166).
Και για τον Διόνυσο: «Ο Διόνυσος έχει εισβάλλει παντού. Έχει εγκατασταθεί στις εκκλησίες και στις ΜΚΟ, στην κυβέρνηση και στους βασιλικούς οίκους, στα γραφεία και στις παραγκουπόλεις. Για όλα φταίει ο Διόνυσος. Νικητής είναι ο Διόνυσος. Και ο αντίπαλός του ή στους αντίποδές του δεν βρίσκεται καν ο Απόλλων, αλλά βρίσκεται ο κύριος Καθωσπρέπει, η κυρία Δήθεν ή ο κύριος Γελοίος ή η κυρία Μοναχικό Νεύρο, σωματοφύλακες πρόθυμοι να περάσουν με το μέρος του εχθρού στην πρώτη ύποπτη έκρηξη» (σ. 171).
Φιλοσοφεί (βιωμένα, μέσα από τη νόσο) σχετικά με το ταξίδι: «Το ταξίδι, αυτό το μακρύ και επικίνδυνο ταξίδι του 19ου αιώνα, μοιάζει με το ταξίδι που κάνει ο ασθενής πάνω σε ένα φορείο, από το δωμάτιό του ώς το χειρουργείο, όπου τον περιμένουν πλάσματα με το πρόσωπο κρυμμένο πίσω από μαντίλια, σαν ληστές της σέχτας των ασασίνων. Ωστόσο, οι πρώτες εικόνες του ταξιδιού δεν αποφεύγουν κάποιες παραδείσιες οπτασίες, προϊόν μάλλον της θέλησης ή της κουλτούρας του ταξιδιώτη παρά της πραγματικότητας» (σ. 181).
Και το δοκίμιο/διάλεξη «Λογοτεχνία + Ασθένεια = Ασθένεια» κλείνει με μιαν υποδειγματική παράγραφο που με μόλις 134 μετρημένες (και με τις δύο έννοιες) λέξεις συνοψίζει χιλιάδες σελίδες βιωμένου στοχασμού και βιωμένης φιλοσοφίας: «ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΚΑΦΚΑ — Λέει ο Κανέττι στο βιβλίο του για τον Κάφκα ότι ο πιο μεγάλος συγγραφέας του 20ού αιώνα κατάλαβε ότι τα ζάρια έχουν ριφθεί και ότι τίποτα πια δεν τον χώριζε από τη γραφή τη μέρα που για πρώτη φορά έφτυσε αίμα. Τι θέλω να πω όταν λέω ότι τίποτα δεν τον χώριζε πια από τη γραφή του; Ειλικρινά δεν ξέρω πολύ καλά. Υποθέτω ότι εννοώ πως ο Κάφκα καταλάβαινε πως τα ταξίδια, το σεξ και τα βιβλία είναι δρόμοι που δεν οδηγούν πουθενά, και ότι παρ᾽ όλα αυτά είναι δρόμοι τους οποίους πρέπει να ακολουθήσεις και να χαθείς για να ξαναβρεθείς, ή για να ξαναβρείς κάτι, οτιδήποτε, ένα βιβλίο, μια χειρονομία, ένα χαμένο αντικείμενο, για να βρεις οτιδήποτε, ίσως μία μέθοδο, αν είσαι τυχερός: το καινούργιο, αυτό που πάντα βρισκόταν εκεί».
Σχολιασμός: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης