ΑΝΘΟΔΕΣΜΗ ΑΦΗΓΗΣΕΩΝ #2

ΑΝΘΟΔΕΣΜΗ ΑΦΗΓΗΣΕΩΝ #2

Σήμερα, στην Αφηγηματική Ιατρική - Narrative Medicine, η εκπληκτική Eloghosa Osunde με ένα αφήγημα από το σπονδυλωτό μυθιστόρημά της VAGABONDS! που θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Διόπτρα - Dioptra Publications (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης).

Η νόσος και η ίαση, πάντα σε διαλεκτική σχέση, πρωταγωνιστούν σε αυτό το πολύ δυνατό βιβλίο. Η φιλία και η αγάπη είναι, εδώ, οι μονάδες κρούσης της ίασης, είναι το μεδούλι της καθημερινής ιατρικής άσκησης.

H Eloghosa Osunde είναι Νιγηριανή συγγραφέας και πολυδιάστατη δημιουργός. Απόφοιτος των Lambda Literary Workshop (2019), New York Film Academy (2017) and the Caine Prize Workshop (2018). Συνεργάζεται τακτικά με την  Paris Review, όπου διατηρεί μόνιμη στήλη. Κείμενα και εικαστικά της έργα έχουν δημοσιευτεί στα έντυπα Granta, Gulf Coast, Georgia Review, Guernica, Lithub, Catapult, Berlin Quarterly, Vogue, The New York Times και Paper Magazine.

Για περισσότερα, δείτε εδώ: https://www.eloghosaosunde.com/

Η Μπι ξύπνησε απ᾽ το χτύπημα στην πόρτα. Δύο. Ένα. Δύο. Στην αρχή το αγνόησε. Το μισοάδειο μπουκάλι βότκα δίπλα στο κρεβάτι της την τραβούσε ακόμη κάτω απ᾽ τα μαύρα νερά. Της άρεσε το πνίξιμο, η αίσθηση ότι κατρακυλάει στον πάτο του εαυτού της. Κάθε άλγος στο κορμί της αναστελλόταν όσο διαρκούσε αυτό, και κάθε φορά που αναδυόταν στην επιφάνεια, ανανεωνόταν τόσο ώστε να δει το δωμάτιο όπως πραγματικά ήταν.

Δύο. Ένα. Δύο. Τρία. Δύο. Μόνο ένας άνθρωπος θα μπορούσε να είναι. Θα ήταν ανόητη αν δεν καταλάβαινε πώς οι κόμποι των δαχτύλων της Τζούλι ηχούσαν στην πόρτα ύστερα από δέκα χρόνια που ήταν οι καλύτερες φίλες. Η Μπι έμεινε ακόμη κάτω από το πάπλωμα, ίσα που ανάσαινε, θαρρείς και το χτύπημα —ή και η ίδια η Τζούλι— θα εξαφανιζόταν εάν δεν κινούσε μήτε μια τρίχα του χεριού της.

«Το ξέρω ότι είσαι εκεί!» ούρλιαξε η Τζούλι. «Θα περιμένω ώσπου ν᾽ ανοίξεις την πόρτα, οπότε μη νομίζεις ότι θα κουνήσω ρούπι».

Η Μπι σηκώθηκε από το κρεβάτι, τύλιξε το πάπλωμα στους ώμους της σαν να ήταν ογκώδης μανδύας, και πήγε στην πόρτα. Δεν είχε λόγια σαν την άνοιξε. Αλλά ήδη τα μάτια της ήταν βουρκωμένα.

Η Τζούλι της έριξε μια ματιά. «Γύρνα πάλι στο κρεβάτι», της είπε. «Τό ᾽πιασα ότι είσαι σε κατάσταση SOS, κι έτσι ήρθα να σου καθαρίσω το διαμέρισμα».

Η Μπι αισθάνθηκε την ντροπή να στροβιλίζεται γύρω απ᾽ τον κορμό της. Ήταν ένα από τα ψεγάδια της — η ανημπόρια της να δέχεται αγάπη χωρίς να νιώθει υπόχρεη. Δεν θεωρούσε ότι διαθέτει την απαιτούμενη ενέργεια για να ανταποδώσει κάτι τέτοιο. Η Τζούλι της έλεγε συχνά ότι τίποτα απ᾽ όσα έκανε με αγάπη δεν έχει ετικέτα με την τιμή πάνω της.Ήταν δωρεάν. Ήταν γι᾽ αυτήν. Η Μπι το καταλάβαινε λογικά. Αυτή η αγάπη δεν ήταν επισφαλής αγάπη. Ήταν για όλη τη ζωή. Καταλάβαινε, επίσης, ότι η Τζούλι καταλάβαινε πώς ήταν να μην είσαι σε θέση να σηκωθείς από το κρεβάτι, να διακινδυνεύεις να πεταχτείς στην ανεργία επειδή το κορμί σου απλώς δεν συνεργαζόταν. Η Τζούλι ήξερε πώς μπορεί η κατάθλιψη να γεμίσει το κορμί σου με πέτρες· πώς η απώλεια, μια καρδιά τσακισμένη σε κομμάτια, μπορούσε να πολλαπλασιάσει την ήδη παρούσα σκοτεινιά. Αλλά τώρα, καθώς η Μπι την έβλεπε να βάζει διάφορα στον σκουπιδοτενεκέ και να χώνει το κεφάλι της στην τουαλέτα για να την καθαρίσει, δεν μπορούσε ν᾽ αποδιώξει το συναίσθημα.

«Τζούλι—»

«Σσσς, μονάχα ξεκουράσου. Θα τα κάνω όλα σε χρόνο μηδέν. Και θα φύγω».

Την επόμενη φορά που η Μπι άνοιξε τα μάτια της, η Τζούλι έβγαζε έξω τον σκουπιδοτενεκέ. Όταν επέστρεψε, άνοιξε την τσάντα του πολυκαταστήματος Shoprite που είχε φέρει μαζί της όταν ήρθε. Καθώς πάλευε να μην κλάψει, η Μπι δεν την είχε προσέξει πριν. «Σου έφερα φαγώσιμα. Μην ανησυχείς, δεν ξέχασα το παγωτό σου». Η Τζούλι τίναξε το Magnum με τη λευκή σοκολάτα στο κρεβάτι.

«Ω θεεεεεέ μου. Τι μωρό! Μα τι πας να μου κάνεις;» Αναστέναξε, χαμηλώνοντας τα χείλη της. «Σ᾽ ευχαριστώ!»

«Παρακαλώ. Και ναι, μην ανησυχείς, ξέρω ότι ουρλιάζεις μέσα σου», είπε η Τζούλι, γεμίζοντας με φαγώσιμα το ψυγείο. «Να σου ετοιμάσω αβγά;»

«Όχι, ευχαριστώ», είπε η Μπι. Αυτή ήταν η απάντηση που πίστευε ότι έπρεπε να δώσει, μιας και η Τζούλι είχε ήδη περάσει όλο αυτό το στρες για χάρη της. Η Τζούλι, τέτοια που ήταν, διάβασε τον δισταγμό στη φωνή και είπε, «Οκέι, πάντως εγώ θέλω αβγά και λουκάνικα. Θα ετοιμάσω και για σένα, καλού κακού». Πιθανόν έλεγε ψέματα ότι ήθελε αβγά, γιατί την ήξερε. Αλλά καθώς το μόνο που είχε τώρα η Μπι ήταν το ψευδόμενο στόμα της, απλώς κούνησε το κεφάλι, πασχίζοντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Το κεφάλι της βούιζε, το δίχως άλλο· χρειαζόταν κάτι περισσότερο από το παγωτό.

Η Τζούλι πήγε στο κρεβάτι μ᾽ ένα πιάτο γεμάτο αβγά και λουκάνικα και φρυγανιές. «Σήκω λίγο», είπε. «Ήρθα να σε δω· δεν θα με κοιτάξεις καν;» Η Μπι στράφηκε και κοίταξε την Τζούλι με πρησμένα μάτια. «Μη μου λες ψέματα», είπε η Τζούλι. «Ξέρω ότι η μυρωδιά του φαγητού μπαίνει στη μύτη σου. Για σήκω κι άλλο. Ή μήπως πρέπει να σε ταΐσω;»

Η Μπι γέλασε και κατένευσε. «Ναι, μανούλα».

«Τέλος πάντων, πιο πολύ ξεθεωμένος μπαμπάς είμαι, αλλά ας είναι. Θα το δεχτώ». Λύθηκαν στα γέλια. Η Τζούλι έτεινε το πιρούνι. «Για άνοιξε το στοματάκι σου, καλούλι μου».

Η Μπι αισθάνθηκε καλύτερα ήδη από την πρώτη μπουκιά.

«Που λες», είπε η Τζούλι, «η Μέι κάνει ένα πάρτι στο διαμέρισμά τους με τις άλλες. Θέλεις να πάμε;»

«Η Μέι, ε; Για να πάω δηλαδή και να γνωρίσω καμιάν άλλη καρδιοκατακτήτρια πάλι; Άλλη μια στρέιτ γκομενίτσα που θα μου ραγίσει την καρδιά. Όχι, ευχαριστώ. Το σπίτι αυτού του μωρού είναι κέντρο διερχομένων μπελάδων».

Η Τζούλι σκούντησε με τον αγκώνα της την Μπι, ξερή στα γέλια. «Ακόμη σε πονάει η καρδιά σου, έτσι δεν είναι; Τάχατες σκληρό καρύδι, κι όλο σπαράζεις και πονάς με το παραμικρό. Δεν σηκώνεσαι καλύτερα να σενιαριστείς να πάμε; Προτιμάς να μιζεριάζεις μες στην κλάψα;»

Η Μπι την κοίταξε επιθετικά. Έμοιαζε φαιδρό αυτό με τα μάτια να είναι πρησμένα από το κλάμα. «Αχ», αστειεύτηκε η Τζούλι. «Σπάραξε, μωρό μου. Αλλά κοίτα μη σου πεταχτούν τα μάτια έξω απ᾽ το κλάμα. Το ξέρεις, ήδη έχεις κλάψει πάααααρα πολύ».

Η Μπι της εκτόξευσε ένα μαξιλάρι. Τι χαζομάρα!

«Τέλεια», είπε η Τζούλι. «Ένα-μηδέν. Αυτή είναι η οριστική σου απάντηση; Όχι στο πάρτι;»

Η Μπι κατένευσε. «Πάντως μπορείς να πας εσύ».

Η Τζούλι την κοίταξε. «Καλά, φαντάσου να πάω και να μην είσαι κι εσύ εκεί. Δε λέει». Μετά, «Ουάου, ουάου, ουάου. Περίμενε… περίμενε… Το λες για να μην παω τελικά, μπα! Και να μην ψήσω κάνα μωράκι απόψε, ε; Εντάξει, εντάξει, δεν πάω. Βλέπεις πόσο σ᾽ αγαπώ».

Η Μπι ανασήκωσε τους ώμους. «Τουλάχιστον οι μαμάδες θα είναι ήσυχες για τις κόρες τους απόψε. Καμία δεν θα φύγει απ᾽ το πάρτι κλαίγοντας». Το φαγητό τη βοηθούσε να νιώσει σαν άνθρωπος πάλι. Επέστρεφε η διάθεσή της γι᾽ αστεία και πειράγματα.

«Άντε γαμήσου», είπε η Τζούλι. «Είσαι πολύ χαζή, το ξέρεις; Βγάζουμε και γλώσσα τώρα; Εντάξει, κανένα πρόβλημα». Πάντως, δεν το αρνιόταν. Όποτε η Τζούλι πήγαινε σ᾽ ένα πάρτι, μ᾽ εκείνα τα χέρια, εκείνον τον πανέμορφο λαιμό, εκείνο το σαγόνι κι εκείνα τα ράστα, οι γυναίκες έχαναν τα μυαλά τους. Όσο συχνά κι αν τους έλεγε ότι δεν δεσμεύεται ποτέ, αυτές εξακολουθούσαν να βάζουν την καρδιά τους στα χέρια της και να εκπλήσσονται τρομερά όταν έσφιγγε το χέρι της σε γροθιά, κάνοντας λίμπα την καρδιά. Ήταν αστείο που κυκλοφορούσε τρελά: Ήταν η Σέιν από τη σειρά The L Word, αλλά μαύρη.

«Εδώ που τα λέμε, ξέρω ότι δεν θέλεις να μιλάς για την προδότρα, αλλά θα περάσει, θα νιώσεις καλύτερα με τον καιρό, παρότι είσαι χάλια τώρα. Θα περάσει, σίγουρα. Αυτή πάει πια, αλλά εσύ είσαι ακόμη εδώ. Είσαι ακόμη κάμπε, δυνατή».  Η παρουσία της Τζούλι αποτελούσε απόδειξη ότι η νεκρανάσταση δεν χρειάζεται να είναι μελοδραματική. Δεν είχαν περάσει καν δύο ώρες από τότε που η Μπι αισθανόταν σαν πτώμα, και ήδη επέστρεφε σ᾽ αυτήν κάποια ζωντάνια. Έπιασε το χέρι της Τζούλι και το έσφιξε. Έμειναν για λίγο σιωπηλές, και μετά η Τζούλι είπε, «Εντάξει, φτάνει μ᾽ αυτά. Λειτουργεί το ίντερνέτ σου, καλή μου;»

Η Μπι γέλασε ώσπου πόνεσε το στομάχι της. Αυτή η κατεργάρα ήταν η καλύτερή της φίλη, η πιο ανθεκτική μέσα στο χρόνο αγάπη της. Οι ερωμένες έρχονταν κι έφευγαν, αυτό έκαναν, αλλά η Τζούλι; Η Τζούλι ήταν σταθερά εκεί. Μόνιμη. Το κολλητάρι της, ο άνθρωπός της πάντα και σε όλα.

Η Τζούλι άνοιξε την τηλεόραση και το Netflix σήμανε τον ήχο της έναρξης. «Τέλεια», είπε η Τζούλι. «Ας δούμε το Pose, λοιπόν».

Σχολιασμός: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης