ΚΟΡΟΝΟΪΟΣ vs. ΓΡΙΠΗ

ΚΟΡΟΝΟΪΟΣ vs. ΓΡΙΠΗ

ΚΟΡΟΝΟΪΟΣ vs. ΓΡΙΠΗ

Γρίπη στην εποχή του COVID-19

Η ετήσια επιδημία της γρίπης επηρεάζει σημαντικά τα συστήματα υγείας παγκοσμίως. Η εκτίμηση από το 2010, μόνο στις ΗΠΑ, κυμαίνεται από 12.000 έως 61.000 θανάτους ετησίως. Το μέγεθος της νοσηρότητας και της θνησιμότητας για κάθε έτος αντικατοπτρίζει τον βαθμό γενετικής μετατόπισης ή μετατόπισης στο κυρίαρχο στέλεχος του ιού της γρίπης και στην αποτελεσματικότητα και κάλυψη του εμβολιασμού. Με την πανδημία του κορονοϊού (COVID-19), οι κλινικοί ιατροί έρχονται αντιμέτωποι με έναν δεύτερο ιό του αναπνευστικού που συνδέεται με νοσηρότητα και θνησιμότητα αρκετά φορές υψηλότερη από εκείνη της γρίπης, εν μέρει λόγω της εξάπλωσής του σε έναν ανοσολογικά αφελές πληθυσμό. Μία επικείμενη απειλή ταυτόχρονης γρίπης και επιδημιών COVID-19 προκαλεί έντονη ανησυχία.

Προοπτική Μελέτη πληθυσμού στην εποχή του COVID-19

Ο SARS-CoV-2, ο ιός δηλαδή που προκαλεί τον COVID-19 και η γρίπη είναι δύο πολύ διαφορετικά παθογόνα, που παρουσιάζουν ωστόσο σημαντικές περιοχές αλληλοεπικάλυψης. Και οι δύο ιοί μεταδίδονται κυρίως μέσω σταγονιδίων. Έτσι, η υιοθέτηση μη φαρμακολογικών παρεμβάσεων (NPI), όπως η υποχρεωτική κάλυψη του προσώπου στο κοινό, το κλείσιμο σχολείων και χώρων λιανικής και οι περιορισμοί στην κυκλοφορία, αναμένεται να επηρεάσουν τη συχνότητα εμφάνισης και των δύο λοιμώξεων σε διάφορους βαθμούς. Μελέτες έχουν δείξει με συνέπεια ένα μοτίβο μειωμένης συχνότητας γρίπης το 2020 (Ιανουάριος - Μάιος) μετά την υιοθέτηση των NPI σε σύγκριση με προηγούμενες εποχές. Μια παρόμοια τάση έχει παρατηρηθεί στις ΗΠΑ, με τον αριθμό των ασθενειών όπως η γρίπη για την περίοδο 2019-2020 να έχουν μειωθεί νωρίτερα από το αναμενόμενο. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνεται κατά την ερμηνεία αυτών των δεδομένων, καθώς τα ποσοστά δοκιμών για ιούς του αναπνευστικού πέραν του SARS-CoV-2, μειώθηκαν σημαντικά κατά το αρχικό πανδημικό κύμα.

Η προσδοκία ότι το μοτίβο της μειωμένης μετάδοσης της γρίπης θα αντέξει μέχρι την επόμενη σεζόν της γρίπης προϋποθέτει τη συνεχιζόμενη προσήλωση στα ΝΡΙ. Η συνεχιζόμενη χρήση μασκών και η αποκατάσταση τοπικών lockdown κατά τη διάρκεια περιόδων αυξημένης μετάδοσης θα μπορούσε ουσιαστικά να μειώσει τα ποσοστά μόλυνσης και για τις δύο ασθένειες, αλλά καθώς οι περιορισμοί στην κίνηση χαλαρώνουν, αναμένεται να αυξηθεί η μετάδοση τόσο της γρίπης όσο και του SARS-CoV-2.

Εκτός από τα NPI, αυξημένη σημασία έχει ο εμβολιασμός για τη γρίπη προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί το ιϊκό φορτίο στον πληθυσμό. Παρά την ευρεία διαθεσιμότητα πολλαπλών εμβολίων κατά της γρίπης, η εθνική (ΗΠΑ) κάλυψη εμβολιασμού είναι σταθερά χαμηλότερη από 50% στους ενήλικες. Οι εθνικές εκπαιδευτικές εκστρατείες σε συνδυασμό με κοινοτικά προγράμματα εμβολιασμού που εστιάζουν σε πληθυσμούς με χαμηλότερη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και ομάδες με ιστορικά χαμηλή πρόσληψη εμβολίων, όπως οι νέοι ενήλικες, θα είναι κρίσιμες για την αύξηση της κάλυψης πάνω από τα επίπεδα των προηγούμενων ετών.

Επιδράσεις στην Κλινική Πρακτική

Αν και δεν υπάρχουν συγκεκριμένες κλινικές εκδηλώσεις που να διακρίνουν αξιόπιστα μεταξύ της πρώιμης νόσου της γρίπης και του COVID-19, θα είναι σημαντικό να προσδιοριστεί η ιϊκή αιτιολογία στην κλινική πρακτική.

Πρώτον, η προσέγγιση για τη διαχείριση των δύο ιών είναι διαφορετική. Η γρίπη μπορεί να αντιμετωπιστεί με έναν αναστολέα νευραμινιδάσης ή έναν cap-dependent αναστολέα ενδονουκλεάσης, κανένας εκ των οποίων δεν διαθέτει αντιϊκή δράση έναντι του SARS-CoV-2. Το Remdesivir είναι διαθέσιμο για θεραπεία του COVID-19 με άδεια έκτακτης ανάγκης, αλλά επειδή χορηγείται παρεντερικά, προορίζεται για νοσοκομειακούς ασθενείς. Είναι επίσης σημαντικό να επιβεβαιωθεί η διάγνωση του COVID-19 για να ενθαρρυνθεί η έγκαιρη συμμετοχή σε κλινικές δοκιμές, ειδικά για ασθενείς που μπορεί να έχουν αντενδείξεις στο Remdesivir. Πολλές άλλες θεραπείες για τον COVID-19 τελούν υπό διερεύνηση, συμπεριλαμβανομένων των αντιϊκών από του στόματος που θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη διαχείριση εξωτερικών ασθενών.

Δεύτερον, το σύνδρομο που προκαλείται από κάθε ιό ακολουθεί μια διαφορετική πορεία. Οι ασθενείς με γρίπη τυπικά παρουσιάζουν τα πιο σοβαρά συμπτώματα κατά την πρώτη εβδομάδα της ασθένειας, ενώ οι ασθενείς με COVID-19 μπορεί να παρουσιάσουν μεγαλύτερη διάρκεια συμπτωμάτων με αποκορύφωμα τη δεύτερη ή τρίτη εβδομάδα της νόσου. Η διάκριση μεταξύ των ιών θα μπορούσε να επιτρέψει στους κλινικούς ιατρούς να παρέχουν στους ασθενείς προληπτική καθοδήγηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα συμπτώματα αναμένεται να εξελιχθούν ώστε να μπορούν να βοηθήσουν στον εντοπισμό επιπλοκών στην πορεία της νόσου αργότερα.

Τρίτον, η σωστή αναγνώριση του ιού έχει σημαντικές επιπτώσεις στον έλεγχο των λοιμώξεων, συμπεριλαμβανομένης της κατάλληλης καθοδήγησης σχετικά με την απομόνωση, την επιστροφή στο σχολείο, τις συστάσεις εργασίας, καθώς και την ταυτοποίηση περιπτώσεων COVID-19 και τον εντοπισμό των επαφών τους.

Καθώς η σεζόν των ιών του αναπνευστικού ξεκινά, κάθε ασθενής που παρουσιάζει τα μη ειδικά χαρακτηριστικά μιας ιογενούς λοίμωξης του αναπνευστικού θα πρέπει να υποβληθεί σε τεστ για τον SARS-CoV-2, σε αντίθεση με την έως τώρα πρακτική κατά την οποία αυτοί οι ασθενείς αντιμετωπίζονταν συχνά με βάση μόνο κλινικά κριτήρια. Ένα επιπρόσθετο επίπεδο πολυπλοκότητας είναι ότι έχει παρατηρηθεί ταυτόχρονη μόλυνση με γρίπη και SARS-CoV-2, οπότε ένα θετικό αποτέλεσμα για έναν ιό δεν αποκλείει τη μόλυνση με τον άλλο. Δεν είναι ακόμη σαφές εάν η αρχική δοκιμή θα πρέπει να περιλαμβάνει και τους δύο ιούς ή εάν τα τεστ γρίπης μπορούν να προστεθούν μετά τα αποτελέσματα για τον SARS-CoV-2. Ο προτιμώμενος διαγνωστικός αλγόριθμος θα εξαρτηθεί από το ποια διαγνωστικά τεστ είναι διαθέσιμα τοπικά με προσεκτική εξέταση των χαρακτηριστικών του τεστ, του κόστους, του χρόνου ανακύκλωσης και των ζητημάτων εφοδιαστικής αλυσίδας.

Η διαχείριση του παιδιατρικού πληθυσμού μπορεί να διαφέρει καθώς υπάρχουν πολλά μοναδικά χαρακτηριστικά των ιών στα παιδιά. Η γρίπη είναι πηγή σημαντικής νοσηρότητας και θνησιμότητας στα παιδιά και τα άτομα ηλικίας μεταξύ 5 και 17 ετών θεωρείται πως διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην εξάπλωση των εποχικών εστιών γρίπης. Αντίθετα, η πορεία της νόσου COVID-19 είναι συνήθως ήπια στα παιδιά τα οποία μπορεί να είναι λιγότερο πιθανό να μολυνθούν ή να μολύνουν άλλους. Επομένως, ενώ η παρακολούθηση της παιδικής εξάπλωσης του COVID-19 παραμένει σημαντική για να καθοδηγήσει τα σχέδια για το άνοιγμα των σχολείων, οι επιπτώσεις του COVID-19 στην υγεία καθ’ αυτή των παιδιών αναμένεται να είναι πολύ μικρότερες από ό,τι στα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας.

Ένα εξελισσόμενο διαγνωστικό τοπίο

Ο ακρογωνιαίος λίθος των προσπαθειών για τον έλεγχο της πανδημίας COVID-19 ήταν η μαζική παρακολούθηση του SARS-CoV-2. Η κλιμάκωση των διαγνωστικών δοκιμών μπορεί να επιτευχθεί με επικύρωση εναλλακτικών τύπων δειγμάτων (όπως πρόσθια ρινικά επιχρίσματα και σάλιο) που αυξάνουν την ευκολία συλλογής και διάδοσης ταχείας διάγνωσης στο σημείο φροντίδας. Και τα δύο θα διευκόλυναν τις σειριακές δοκιμές, οι οποίες θα μπορούσαν να βελτιώσουν την ανίχνευση περιπτώσεων, μειώνοντας έτσι την ασυμπτωματική και προ-συμπτωματική εξάπλωση, τη χρήση εξοπλισμού ατομικής προστασίας και τη διάρκεια της απομόνωσης. Είναι σημαντικό ότι ένας αριθμός κατασκευαστών τροποποιεί τις υπάρχουσες διαδικασίες προκειμένου να επιτρέψει τον πολλαπλό έλεγχο της γρίπης, του SARS-CoV-2 και του respiratory syncytial virus χρησιμοποιώντας ένα μόνο φυσίγγιο. Αυτές οι εξετάσεις θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην κάλυψη μιας σημαντικής ανάγκης των κλινικών ιατρών που επιδιώκουν τη διάγνωση της λοίμωξης αποτελεσματικά, ελαχιστοποιώντας ταυτόχρονα τον κίνδυνο και την ταλαιπωρία για τους ασθενείς και το προσωπικό. Περαιτέρω εργασία απομένει να πραγματοποιηθεί για την επικύρωση αυτών των δοκιμών για χρήση με σάλιο και για χρήση στο σημείο φροντίδας.

Συμπεράσματα

Παρά τον ταχύ ρυθμό προόδου στους τομείς της διάγνωσης, της θεραπείας και της ανάπτυξης εμβολίων του SARS-CoV-2, ο πληθυσμός παραμένει ευάλωτος σε ταυτόχρονες επιδημίες γρίπης και COVID-19. Η κλίμακα νοσηρότητας και θνησιμότητας θα σχετίζεται άμεσα με τη δύναμη της ανταπόκρισης της Δημόσιας Υγείας, η οποία πρέπει να δώσει έμφαση στη σημασία των δύο πιο αποτελεσματικών εργαλείων πρόληψης λοιμώξεων που διατίθενται σήμερα: την εκτεταμένη εφαρμογή του εποχιακού εμβολιασμού της γρίπης και την διατήρηση των NPI έως ότου επιτευχθεί η ανοσία της κοινότητας μέσω ενός αποτελεσματικού εμβολίου SARS-CoV-2 ή / και μέσω της φυσικής λοίμωξης. Οι γιατροί, τα μέλη των τοπικών κοινοτήτων και άλλοι επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να προωθήσουν τις σημαντικές παρεμβάσεις αυτές και να παραμείνουν ευέλικτοι στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν τη διάγνωση κατά τη διάρκεια αυτών των πρωτοφανών προκλήσεων.

koronoios-covid19-flu-differences

 

Πηγή: https://jamanetwork.com/journals/jama/fullarticle/2769676