ΕΝΑΣ ΠΟΛΥΤΙΜΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΣΤΟ ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Ήταν μία δύσκολη ημέρα. Είχα πολλές και δύσκολες επισκέψεις και περίμενα πως και πώς να γυρίσω στο ιατρείο, να τακτοποιήσω τις απαραίτητες δουλειές γραφείου και να πάω με τα παιδιά μου σινεμά. Τους το είχα υποσχεθεί, από την αρχή της εβδομάδας

Έβαλα λίγο καφέ και άνοιξα τον υπολογιστή μου. Τότε ήταν που ήρθε αναστατωμένος ο συνεργάτης του τηλεφωνικού μας κέντρου. Ήταν ένα παιδί στη γραμμή που έκλαιγε γοερά και σκέφθηκε ότι, αντί να κατευθύνει τη γραμμή στον κατάλληλο γιατρό μας, θα ήταν καλύτερο να το χειριστώ εγώ, μια και ήμουν εκεί.
Πράγματι το παιδί, υπολόγισα γύρω στα 11, έκλαιγε με αναφιλητά. Δυσκολεύτηκα να το καταλάβω. Ρώτησα αν ήταν κάποιος μεγάλος κοντά του, αλλά δυστυχώς δεν ήταν. Μόνο η μητέρα του που ήταν σε κάποιου είδους σοκ, βρήκε το τετραψήφιο νούμερό μας στο μαγνητάκι, στο ψυγείο και μας πήρε.

«Η μανούλα μου γιατρέ, η μανούλα μου κάτι έχει. Μου φωνάζει και με διώχνει».

Προσπάθησα να το ηρεμίσω, αλλά δεν κατάφερα να αποσπάσω το όνομα και τη διεύθυνσή του.
Είδα όμως, από τα αρχεία του τηλεφωνικού μας κέντρου, ότι είχαμε καταχωρημένο αυτό το τηλέφωνο, από το 1993, όταν πρωτοϊδρύθηκαν οι SOS Γιατροί στην Ελλάδα. Αποφάσισα να πάω ο ίδιος. Το σινεμά μπορούσε να περιμένει.

Το σπίτι μεσοαστικό, νοικοκυρεμένο, κάτι μου θύμιζε. Βρήκα δύο παιδιά. Το ένα που με πήρε, ένα όμορφο αγοράκι, πράγματι γύρω στα 11 και ένα μικρότερο κοριτσάκι, γύρω στα 6 και τα δύο ταλαιπωρημένα, άυπνα και ατάιστα.Η μητέρα καθόταν στο πάτωμα, σε μία γωνία της κρεβατοκάμαράς της, εμφανώς σε κρίση, που την είχε οδηγήσει να μην αναγνωρίζει τα παιδιά της, εδώ και δύο ημέρες. Ήθελε να φύγει, να πάει να βρει τη μητέρα της. Ρώτησα τα παιδιά πού είναι η γιαγιά, αλλά η γιαγιά φαίνεται ότι είχε πεθάνει. Ρώτησα πού είναι ο μπαμπάς και μου είπε ο μικρός ότι ο μπαμπάς τούς άφησε πέρσι με μια άλλη κυρία και δεν ήθελε να τους πάρει μαζί. Η μικρή όλη αυτήν την ώρα ζωγράφιζε αμίλητη. Ήταν μία ζωγραφιά με μαύρο ήλιο και μαύρο γρασίδι, σαν την ψυχούλα της.

Κάθισα με τη μητέρα. Δίπλα της. Στο πάτωμα. Της χορήγησα ένα ελαφρύ ηρεμιστικό για να μπορέσω να την εξετάσω και προσπαθούσα να βγάλω μία άκρη. Της έκανα ερωτήσεις. Καθώς την εξέταζα, σηκώνει το κεφάλι της και μου χαμογελάει. Μου λέει:

«Σας θυμάμαι, γιατρέ μου. Σας λένε Γιώργο Θεοχάρη και είχατε δει τη μητέρα μου, πριν από είκοσι περίπου χρόνια».

Θυμήθηκα. Είχε δίκιο. Ξαναβρήκε τη διαύγειά της. Στην αρχή πίστευα ότι επρόκειτο για ολική αμνησία και σκόπευσα να την οδηγήσω στο πλησιέστερο, εφημερεύον νοσοκομείο να βγάλουμε μία μαγνητική τομογραφία. Δεν ήταν όμως. Ήταν μία άρνηση, μία φυγή από τα προβλήματα της καθημερινότητας που έπεσαν ξαφνικά στις πλάτες της νεαρής μα άτυχης μητέρας, με πολλά χρέη.

Από την στιγμή που βρέθηκε ένας οδηγός στο μακρύ ταξίδι της μνήμης της, ένα σημείο να πιαστεί, που της έφερε στο μυαλό ένα αγαπημένο πρόσωπο, επανήλθε.
Αγκάλιασε τα παιδιά της που έπεσαν πάνω της με λαχτάρα. Σηκώθηκε, έπλυνε το πρόσωπο της, όσο εγώ έγραφα τα κατάλληλα φάρμακα και έφτιαξε καφέ. Κάθισα μία ώρα. Είπαμε πολλά. Της άφησα την προσωπική μου κάρτα για να με παίρνει όποτε χρειαστεί και της ζήτησα να περάσει από το ιατρείο για να δούμε μήπως θα μπορούσαμε να της βρούμε μία δουλειά.
Το σινεμά μπορούσε να περιμένει. Τα παιδιά μου θα καταλάβαιναν.

Αρετή Γεωργιλή
Communication & Press Officer Hellenic Start up Association

 

 

Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.