Όταν του εξήγησα ότι είναι αναγκαίο ο παππούς να πάει στο νοσοκομείο, επέμεινε να φύγω και θα τον έβαζε εκείνος στο ασθενοφόρο. Προφανώς και δεν έφυγα. Περίμενα το 166 και ήμουν εγώ που τον συνόδευσα μιας και ο ανιψιός γύρισε στη δουλειά.
Μόλις με είδε χλώμιασε ακόμη περισσότερο. Πλησίασα. Του ζήτησα να καθίσει άνετα για να μπορέσω να καταλάβω τι του συνέβαινε. Ρώτησα αν έχει κάποιο ιστορικό με την καρδιά του, αν παίρνει κάποιο φάρμακο ή στην παρούσα περίοδο του έχει δοθεί κάποια φαρμακευτική αγωγή.
Κανείς τους δεν τολμούσε να τον πλησιάσει. Μου εξήγησαν ότι ζούσε μόνος του, έπασχε από άνοια και συχνά χανόταν. Με προέτρεψαν να τον εξετάσω εκεί, στον δρόμο. Με τη βοήθεια των αστυνομικών που έφτασαν προσπαθήσαμε να τον βάλουμε στο σπίτι, όμως η πόρτα ήταν κλειδωμένη.
Παρά τη δυσάρεστη διάγνωση, τα έχασα με το ότι η ίδια η κυρία Ειρήνη άρχισε να με παρηγορεί να μη στεναχωριέμαι! Στο αυτοκίνητο, καθώς επέστρεφα, στάθηκε αδύνατο να ησυχάσω. Σταμάτησα στο πρώτο βενζινάδικο και πήρα τηλέφωνο την 70χρονη κόρη της, εκείνη που της χάιδευε τα μαλλιά.
Ωστόσο, το σπάνιο δεν είναι κι απίθανο. Θέλω να πω, συμβαίνει. Αθόρυβα, απροειδοποίητα, ξαφνικά, αλλά συμβαίνει. Όπως κι εκείνη την παραμονή Πρωτοχρονιάς – προτού ακουστούν τα πυροτεχνήματα και βρούνε νικητές τα φλουριά. Σ’ ένα σπίτι στο απόκεντρο κέντρο της Αθήνας. Σ’ ένα δωμάτιο με νοτισμένα σεντόνια και μυρωδιά γρίπης.
Άλλη μια γρίπη. Ξεμπλέκεις γρήγορα με τις γρίπες. Μετρώντας, όμως, την αρτηριακή πίεση (πάντα να παίρνουμε τα ζωτικά σημεία), τη βρήκα εξαιρετικά υψηλή (250 mmHg).
Ενώ ο παππούς βογκούσε από τον καθαρισμό του σχεδόν μοβ ποδιού του, ακούω ξαφνικά από το χολ έναν γδούπο, ένα γυάλινο βάζο να σπάει και τις κραυγές της γιαγιάς. Τρέχω γρήγορα και την βλέπω, λίγο πριν την πόρτα, να έχει σωριαστεί στο πάτωμα και μες στα γυαλιά να σφαδάζει από τους πόνους.
Πριν από λίγους μήνες, μου εξήγησε, καθώς ξεφόρτωνε τα υφάσματα από ένα φορτηγό στην αποθήκη της βιοτεχνίας που εργαζόταν, γλίστρησε σε κάτι νερά, έπεσε κι έπαθε κάταγμα στο δεξί του πόδι.
Αν και τα Αγγλικά της συζύγου δεν ήταν τα καλύτερα, φάνηκε να κατάλαβε τις οδηγίες που της έδωσα για επιπλέον έλεγχο που έπρεπε να γίνει στο νοσοκομείο. Μόλις τα μετέφρασε στον σύζυγό της, εκείνος εξανέστη κι άρχισε να διαμαρτύρεται.
Εκείνη δεν άντεξε άλλο και πριν μια εβδομάδα νοίκιασε φορτηγάκι, έβαλε όλες τις κούτες πάλι μέσα, πήρε έναν κλειδαρά, άνοιξαν και εγκαταστάθηκε πάλι σπίτι τους. Μόνο που από τότε ο σύντροφος δεν της έχει πει ούτε κουβέντα, ούτε καν καλημέρα.
Τους εξήγησα ότι αυτή η ουρολοίμωξη που είχε την αποδιοργάνωσε και πιθανότατα της έκανε αυτό που οι ψυχίατροι αποκαλούμε οργανικό ψυχοσύνδρομο. Κανονικά, τους είπα, παθολόγο έπρεπε να καλέσουν για να της χορηγήσει αντιβίωση, την οποία αυτή τη φορά θα πρέπει να ακολουθήσει, διότι αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα στην ηλικία της.
Αυτή η στιγμή ήταν που τον θυμήθηκα. Ήταν ο ίδιος για τον οποία με είχαν καλέσει πριν καιρό από άλλο ξενοδοχείο στη Γλυφάδα. Τον είχα βρει ξανά στην ίδια κατάσταση.
Λίγα χρόνια μετά κι αφού η κυρία είχε πεθάνει, δέχτηκα το απρόσμενο τηλεφώνημα του ακαδημαϊκού συζύγου. Ένιωθε καιρό άσχημα για το ότι δεν με είχε ευχαριστήσει τότε για τη φροντίδα μου στη γυναίκα του. Με παρακάλεσε, έστω και κατόπιν εορτής, να του επιτρέψω να μου κάνει το τραπέζι στην Αθηναϊκή Λέσχη.
Εντούτοις, τα πέτρινα, στεγνά του μάτια, που φαίνονται τόσο απόμακρα όσο ο Ήλιος από τον Ποσειδώνα, έχουν κάτι διαπεραστικό που μοιάζει ζωντανό.
Όπως μ’ ενημέρωσε σε μια από τις επισκέψεις μου ο ίδιος ο στρατηγός, το ταλέντο του στη μουσική το είχε κληρονομήσει από εκείνον, που έπαιζε πιάνο από μικρός – έφτασε, μάλιστα, να πάρει μ’ επαίνους το δίπλωμα κι όλοι πόνταραν πως θα γίνει ένας επαγγελματίας πιανίστας.
Χωρίς να με κοιτάζει, επαναλάμβανε αργά και σταθερά πως δεν αναγνωρίζει κανέναν από τους δύο, ούτε τον άντρα ούτε το μικρό κορίτσι, κι ότι το μόνο που επιθυμούσε ήταν να φύγει από το σπίτι και να συναντήσει τη μητέρα της – νεκρή εδώ και έξι μήνες.
Του εξηγώ με ψυχραιμία ότι δεν μπορώ να μείνω μαζί του όλη τη νύχτα κι ότι έχει προκύψει άλλο περιστατικό που με περιμένει, αλλά εκείνος επιμένει. Ζητάει να του γράψω φάρμακα, ειδάλλως δε θα ξεκλειδώσει την πόρτα.
Εργαζόταν σε μια πολύ ικανοποιητική δουλειά, έβγαζε καλά χρήματα, είχε έναν μικρό φιλικό κύκλο, όμως αυτά δεν ήταν αρκετά για τη μητέρα της. Έπρεπε να είχε παντρευτεί, να είχε κάνει οικογένεια.
Ο γάτος της οικογένειας, αρχοντικός και επιβλητικός, πρέπει να έχει ζήσει μεγάλες στιγμές δόξας μέσα σε αυτό το σπίτι. Σήμερα όμως δεν ήταν τέτοια μέρα. Κατάμαυρος, με μία μικρή λευκή τούφα στην κοιλιά, σερνόταν σαν σφουγγαρόπανο στον διάδρομο
Η μητέρα καθόταν στο πάτωμα, σε μία γωνία της κρεβατοκάμαράς της, εμφανώς σε κρίση, που την είχε οδηγήσει να μην αναγνωρίζει τα παιδιά της, εδώ και δύο ημέρες.
Το πιο εντυπωσιακό ήταν ότι, παρά την ηλικία και την εξασθενημένη όρασή της, τα νύχια των χεριών και των ποδιών της ήταν πάντα τέλεια βαμμένα, πράγμα για το οποίο ομολογώ πως τη ζήλευα.
Πρώτη μου μέριμνα ήταν να πάρω ένα σύντομο ιστορικό. Ο παππούς είχε περάσει μία μεγάλη αναταραχή πριν από λίγες μέρες. Ο μικρός του εγγονός, ο συνονόματος, δεν ήθελε να ακολουθήσει την αγροτική παράδοση της οικογένειας. Ήθελε να γίνει ηθοποιός. Την κράτησα αυτήν την πληροφορία.
Τη βάλαμε στη μέση και φτιάξαμε έναν κύκλο γύρω της –εγώ με τη μητέρα και τις αδελφές της– και τη σφίγγαμε τόσο που, για μια στιγμή, η επάρατη νόσος που δειπνούσε με τα σαράντα χρόνια της φάνηκε να εξαϋλώθηκε σαν χνούδι που το απορροφά ένα βρεγμένο πανάκι.