Επισκέψεις κατ' οίκον

Peter Richard Elpnick

O Peter Richard Elpnick είναι ένας οικογενειακός γιατρός που έχει συνταξιοδοτηθεί. Ζει τώρα στο Mill Bay και έχει γράψει τη νουβέλα «Η υπόθεση της Δυτικής Ακτής», την οποία και εξέδωσε ο ίδιος.

Πριν σαράντα χρόνια θα ξεκινούσε η ιστορία συνήθως με τον ακόλουθο τρόπο: « Πείτε σας παρακαλώ στο γιατρό να έρθει. Νομίζω πως η μητέρα έχει κρυολογήσει». «Θα έρθει όσο πιο σύντομα μπορεί». Ο γιατρός θα έφερνε μαζί του μια τσάντα με ένα στηθοσκόπιο και ίσως ένα σφυράκι για να ελέγξει τα αντανακλαστικά της. Μια συνταγή για ένα τονωτικό φάρμακο, γραμμένη σε συντετμημένα λατινικά, θα συμπλήρωνε την απαιτούμενη διαδικασία καθησυχασμό. “Mist.Strych.et Fer dr. II QID. Mitte oz.xxx”. Το κρυολόγημα του ασθενούς θα εξαφανιζόταν μετά από μια κλεφτή ματιά στη συνταγή προς το φαρμακοποιό.
Το τονωτικό; Ένα μείγμα από σίδηρο, πασπαλισμένο με μια μικρή ποσότητα από στρυχνίνη για να προσθέσει και άλλη «νοστιμάδα» στην ήδη πικρή γεύση, σ’ ένα μπουκαλάκι των 30 ούγιων και με την οδηγία να λαμβάνονται 2 δράμια τέσσερις φορές την ημέρα. Τα σύμβολα για τις ούγιες και τα δράμια δεν αναπαράγονται σε μια γραφομηχανή, αλλά το πρώτο μοιάζει με τον αριθμό 3 με μια διπλή επίπεδη κορυφή και μια μακριά “ουρά”, ενώ το δεύτερο έχει επιπλέον ένα “καπελάκι”. Τα “στολίδια” αυτά αύξησαν την αίγλη των συμβόλων, ενώ η ικανότητα του φαρμακοποιού να ερμηνεύει τα υπόλοιπα εξασφάλισε τη θέση του στον κύκλο των θεραπευτών.

Απ’ όσο θυμάμαι, η ανάγκη για επισκέψεις κατ’ οίκον προέκυπτε πάντα τις νύχτες, κατά τη διάρκεια γευμάτων, στη μέση ενός ντους ή όταν η βιολογική αμεσότητα προκείμενων θεμάτων θα έκανε και τη Φλοράνς Νατινγκέιλ απρόθυμη να ανταποκριθεί.
Πρέπει να παραδεχτώ, ωστόσο, ότι ήταν πολύ ενδιαφέρουσες εποχές. Υπήρξαν και περιπτώσεις όπου μια χιονοθύελλα είχε καλύψει το αυτοκίνητο και οι πόρτες δεν άνοιγαν από το ψύχος ή κάποια νύχτα μια αρκούδα είχε καθίσει στο καπό, για όλο τον κόσμο, σαν μια υπεραναπτυγμένη γάτα, ή κάποια φορά που ένας από τους αρκτοειδείς φίλους της εξερευνούσε τα σκουπίδια στη σχάρα του αυτοκινήτου.

«Πες του να χτυπήσει την πόρτα και να περάσει κατευθείαν μέσα. Είμαι επάνω στα αριστερά». Σήμερα ακούγεται σαν διάλογος από ταινία β’ κατηγορίας. Αλλά μ’ αυτό τον τρόπο εξελισσόταν η ιστορία.

Μια φορά, πήγα σε λάθος σπίτι, μια άλλη φορά έπρεπε να σκαρφαλώσω σε μια σκάλα και να περάσω μέσα από ένα παράθυρο για να μπω στο σπίτι. Αυτό σίγουρα βοηθά να παραμένεις νέος.


Ένα βράδυ του 1964 στο Plymouth της Αγγλίας, η φωνή στην άλλη άκρη του τηλεφώνου μου έδωσε τις ακόλουθες οδηγίες: « Το σπίτι είναι κάτω στο λιμάνι, αγαπητέ μου. Ξέρεις, εκεί που είναι η εκκλησία, κοντά στο κτίριο που έχουν μετατρέψει σε παμπ. Λοιπόν, πέρνα από εκεί, τέσσερις δρόμους πιο κάτω. Δεν υπάρχει αριθμός, αλλά είναι δύο νούμερα μετά το 5274, στον αριθμό αυτό μένω εγώ, από την άλλη μεριά και χωρίς να υπολογίσεις στο μέτρημα το σπίτι που είναι λίγο πιο πίσω. Δεν υπάρχουν φώτα εκεί».
«Κανένα πρόβλημα. Θα το βρω».

Είχα πάει σε αυτή την παμπ μια φορά και ήμουν σίγουρος πως θα μπορούσα να το βρω.
Ήταν σκοτεινά. Βέβαια, συνήθως είναι σκοτεινά, όταν κόβεται το ρεύμα λόγω ανεξόφλητων λογαριασμών. Άφησα τα φώτα του αυτοκινήτου να φωτίζουν το μονοπάτι μέχρι την πόρτα του αποκρουστικού κτιρίου, που χωριζόταν από το δρόμο με ένα θάμνο βατομουριάς και από κάποιες τσουκνίδες. Μια από αυτές έφτανε αρκετά ψηλά και έδωσε στο χέρι μου ένα «άγγιγμα» μυρμηκικού οξέος καθώς περνούσα. Δεν υπήρχε κουδούνι.

Χτύπησα διστακτικά. Καμία απάντηση.
Πάλι διστακτικά και πάλι καμία απάντηση. Μια ισχυρή εκδήλωση της πρόθεσης μου κατέληξε στο να γρατζουνίσω τα δάχτυλα μου και να πέσει η πόρτα προς τα πίσω, μέσα στην είσοδο, από τους ξεχαρβαλωμένους μεντεσέδες της.

Είχα πλέον ελεύθερη είσοδο, όπως και το σκυλί Αλσατίας που ήταν δεμένο στην κουπαστή της εσωτερικής σκάλας. Είχε ακούσει τα χτυπήματα μου στην πόρτα και περίμενε.Μάλλον δεν είχε φάει εδώ και ένα μήνα. Μου γρύλισε και μου όρμησε.
Το λουρί του το σταμάτησε μερικές ίντσες πριν από το πόδι μου.
Ο Παντοδύναμος δε με είχε κατηγορήσει τότε, που πήγα σε εκείνη την παμπ, εννοώ.

Μια φωνή, σαν αστραπή που έκοψε το σκοτάδι, και ο ήχος μιας πόρτας που άνοιξε πίσω από το χολ.
«Ο Σύριλ Ντέιβις;» ρώτησα διστακτικά.
«Επάνω», η φωνή χάθηκε μαζί με το φως.
«Και ο σκύλος;» ρώτησα δείχνοντας τον, αλλά μετά αντιλήφθηκα ότι η φωνή δεν μπορούσε να με δει μέσα στο σκοτάδι. «Μπορώ να δανειστώ το φως; »
«Απλά ακολούθησε τα σκαλιά. Τρίτο πάτωμα. Θα πάρω εγώ το Φλαγκ».

Άρχισα να αναβαίνω τις σκάλες ψηλαφίζοντας το δρόμο μου στα σκοτεινά. Και τότε το σκέφτηκα. Το “Σπίτι των Σουόνς” από τον Στίβενσον. Ο θείος του Ντέιβιντ Μπαλφούρ τον έστειλε να ανέβει τις σκάλες στα σκοτεινά, με σκοπό να καρπωθεί την κληρονομιά του, όταν ο Μπαλφούρ έπεσε και σκοτώθηκε.
Κανένας πιθανόν δεν θα μπορούσε να αποκομίσει κάποια κληρονομιά από το θάνατο μου. Συνέχισα να ανεβαίνω τις σκάλες πιάνοντας σφιχτά την κουπαστή της σκάλας.
Άκουσα ένα ραδιόφωνο. Είδα το τρεμάμενο φως κεριών μέσα από τις ρωγμές μιας διαλυμένης πόρτας μετά από κάποια έκρηξη βόμβας. Το Plymouth είχε χτυπηθεί πολύ άσχημα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Χτύπησα την πόρτα πάλι διστακτικά.
«Ποιος είναι»;
«Ο γιατρός».
Τρεις ηλικιωμένοι άντρες ζούσαν στο δωμάτιο. Αυτός που άνοιξε την πόρτα μετακινούταν. Οι άλλοι δύο κείτονταν σε ένα διπλό κρεβάτι που το είχαν σπρώξει προς τον τοίχο.
«Είναι άρρωστος. Δεν μπορεί να δουλέψει αύριο. Χρειάζεται δικαιολογητικό». Ο άντρας έδειξε προς το κρεβάτι.
«θα μπορούσατε να με καλέσετε αύριο. Όχι στις 11 το βράδυ». Ένας τόνος αγανάκτησης σύρθηκε κάτω από τη φωνή μου.
«Ω…»
Δεν είχαν τηλέφωνο και είχαν στηριχθεί στην “αγαπητή μου” πιο πάνω στο δρόμο τους, που ξέχασε να τηλεφωνήσει νωρίτερα. Ωστόσο, δεν το αποκάλυψαν. Δέχτηκαν το παράπονο μου και την έλλειψη κατανόησης εκ μέρους μου.
«Ποιος είναι άρρωστος»;

Μπορούσα να φτάσω το σώμα του άρρωστου άντρα που βρισκόταν πιο κοντά στον τοίχο μόνο σκύβοντας πάνω από το σώμα του άλλου άντρα. Με ένα συριγμό, μια γάτα εμφανίστηκε μέσα από τα σκεπάσματά τους.
Ο άντρας, που ήταν πιο κοντά μου, με αναγνώρισε από μια πρόσφατη εισαγωγή του στο νοσοκομείο. Μεταφερόταν σε φορείο με πληγές από το διαβήτη και καρδιακή ανεπάρκεια και μου έγνεψε σαν ένας μακρινός φίλος που είχε καιρό να με δει.
«Πονάει το πόδι μου», είπε ο άντρας δίπλα του, μορφάζοντας μόλις το άγγιξα. Άφησα το δικαιολογητικό και ζήτησα από τον ασθενή να με δει την επόμενη μέρα για εξέταση, σε περίπτωση που ήταν αναγκαία κάποια ακτινογραφία.

Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα.

Καθώς κατέβαινα τις σκάλες μέσα στο σκοτάδι, ένιωθα ακόμη ενοχλημένος που σπατάλησα το χρόνο μου. Ένα δυνατό γρύλισμα από το χολ προερχόταν από τον Φλαγκ, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του για την επίσκεψη μου. Τοποθέτησα την πόρτα στη θέση της πριν φύγω. Οι τσουκνίδες άγγιξαν και το άλλο χέρι μου.
Μόνο όταν οδηγούσα προς το σπίτι άρχισα να καταλαβαίνω την έκταση του ατοπήματος μου απέναντι σε αυτή τη φτώχεια και την απόγνωση. Είχα αντιμετωπίσει την έκκληση των ασθενών μου για βοήθεια με ένα αίσθημα δυσαρέσκειας, επειδή είχα ξεβολευτεί. Η ενοχή αντικατέστησε την ενόχληση μου, καθώς συνειδητοποίησα πόσο λίγα μπορούσα να κάνω για να τους βοηθήσω μέσα σε αυτή την παγίδα που η ασθένεια, η ηλικία και η στέρηση τους είχαν στήσει.

Μόλις είχα αρχίσει να μαθαίνω τον πραγματικό κόσμο των αναξιοπαθούντων – και δεν είχα καν αφήσει μια συνταγή για ένα τονωτικό.