Όταν του εξήγησα ότι είναι αναγκαίο ο παππούς να πάει στο νοσοκομείο, επέμεινε να φύγω και θα τον έβαζε εκείνος στο ασθενοφόρο. Προφανώς και δεν έφυγα. Περίμενα το 166 και ήμουν εγώ που τον συνόδευσα μιας και ο ανιψιός γύρισε στη δουλειά.
Μόλις με είδε χλώμιασε ακόμη περισσότερο. Πλησίασα. Του ζήτησα να καθίσει άνετα για να μπορέσω να καταλάβω τι του συνέβαινε. Ρώτησα αν έχει κάποιο ιστορικό με την καρδιά του, αν παίρνει κάποιο φάρμακο ή στην παρούσα περίοδο του έχει δοθεί κάποια φαρμακευτική αγωγή.
Κανείς τους δεν τολμούσε να τον πλησιάσει. Μου εξήγησαν ότι ζούσε μόνος του, έπασχε από άνοια και συχνά χανόταν. Με προέτρεψαν να τον εξετάσω εκεί, στον δρόμο. Με τη βοήθεια των αστυνομικών που έφτασαν προσπαθήσαμε να τον βάλουμε στο σπίτι, όμως η πόρτα ήταν κλειδωμένη.
Παρά τη δυσάρεστη διάγνωση, τα έχασα με το ότι η ίδια η κυρία Ειρήνη άρχισε να με παρηγορεί να μη στεναχωριέμαι! Στο αυτοκίνητο, καθώς επέστρεφα, στάθηκε αδύνατο να ησυχάσω. Σταμάτησα στο πρώτο βενζινάδικο και πήρα τηλέφωνο την 70χρονη κόρη της, εκείνη που της χάιδευε τα μαλλιά.